Η γραμμή μεταξύ των ιδεολογιών που για χρόνια μεσουρανούσαν στην Ελλάδα φαίνεται πως έχει καταρρεύσει. Από την άλλη, κοινή συνισταμένη των πάλαι ποτέ ενδόξων ιδεολογικών αναφορών αναδύεται πλέον η εθνικοκεντρική αντιμετώπιση της πολιτικής. Τούτο είναι καλό. Είχαμε πολύ καιρό να ακούσουμε εθνικό λόγο στην πολιτική.
Η οικονομική κατάρρευση της χώρας μας, φρονώ, δεν έχει ενεργοποιήσει ως τα σήμερα μια συμπαγή ομάδα που θα μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία με καινοφανή λόγο. Το προφανές αίτιο είναι ακριβώς η έλλειψη συγκεκριμένων πολιτικών στόχων. Τι θα μπορούσε να αντιπροτείνει κανείς στην παρούσα κατάσταση;
Επιστροφή στη δραχμή; Έξοδο από την Ευρωζώνη ή την ίδια την Ε.Ε.; Και το κυριότερο ερώτημα: Πόσο εφικτός είναι σήμερα ο εθνικός λόγος και οι αντίστοιχοι στόχοι του;
Η πρώτη βάση συζήτησης και σχηματισμού πολιτικού πλαισίου που θα ξεπερνούσε τα πεπαλαιωμένα πλέον συστήματα είναι αυτό του τρόπου διακυβέρνησης. Ο κοινοβουλευτισμός, όπως κυριαρχεί σήμερα, έχει ξεπεραστεί. Αποτελεί, συν τοις άλλοις, πολιτικό φαινόμενο ιδιότυπης ολιγαρχίας με
φαινομενικά χαρακτηριστικά δημοκρατίας. Περισσότερα δημοκρατικά στοιχεία βρίσκει ο ιστορικός μελετητής στην Αρχαία Σπάρτη, παρά σε ένα – οποιοδήποτε- κοινοβουλευτικό δημοκρατικό σύστημα. Για το θέμα αυτό, πολλοί από τους γνωρίζοντες έχουν διατυπώσει απόψεις που όλες, λίγο ή πολύ, συγκλίνουν στο εξής:
η σύγχρονη τεχνολογία παρέχει τις δυνατότητες μεγαλύτερης συμμετοχής στα κοινά. Αρκεί να αλλάξουμε τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τόσο τη δημοκρατία, όσο και τον τρόπο διακυβέρνησης μέσω αυτής. Λευκή επιταγή τεσσάρων χρόνων δεν μπορεί πλεόν να δίδεται σε κανέναν! Ο θεσμός της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης αποτελεί ένα πρώτο βήμα. Η αξιοποίησή του θα μπορούσε να οδηγήσει στο δεύτερο: Δημοκρατία Άμεση και με χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας.
Δεύτερο στοιχείο είναι σαφώς ο καθορισμός της κρίσης στις σωστές της διαστάσεις. Είναι πια ηλίου φαεινότερο πως η κρίση μόνο οικονομική δεν είναι.
Πολιτισμική αμιγώς, εθνική ξεκάθαρα, πολιτική σαφέστατα. Η Ελλάδα, εδώ και πολλά χρόνια, έχει απωλέσει σημαντικά στοιχεία εθνικής ταυτότητας (θρησκεία, τέχνη, ηθική) και τείνει να απωλέσει ακόμη περισσότερα (γλώσσα, παιδεία, δίκαιο). Κατά συνέπεια, ερωτήματα του τύπου «επιστροφή στη δραχμή» δεν έχουν νόημα. Το πρώτο που θα έπρεπε να απαντηθεί είναι το εξής: Πώς θα μπορούσαμε, διατηρώντας τα πολιτιστικά μας στοιχεία και την εθνική μας ταυτότητα, να πορευτούμε στη σύγχρονη εποχή; Αν κάτι έχει αποδειχτεί στην ιστορική διαδρομή είναι πως κανείς λαός δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, αν δε φροντίσει να ακολουθεί νέους δρόμους. Έχει, όμως επίσης αποδειχτεί πως κανείς λαός δεν μπορεί να διατηρήσει την αυτοδιάθεσή του, αν δε διατηρήσει αντίστοιχα εκείνα τα στοιχεία της εθνικής του ταυτότητας που του δίνουν το νόημα που χρειάζεται για να συνεχίσει να πορεύεται. Για την Ελλάδα, αυτή η διαπίστωση έχει ιδιαίτερη αξία.
Μιλάμε για μια παράδοση, μια ιστορική διαδρομή τόσο σπουδαία, τόσο μεγάλη σε χρονική διάρκεια που η διαφύλαξη της ταυτότητάς της δε συνιστά μόνο ανάγκη εκ μέρους του λαού της, αλλά και πολιτισμική συνέπεια και σεβασμό εκ μέρους όλων των δυτικογενών κρατών. Κατά συνέπεια, ο δυτικός προσανατολισμός της χώρας δεν είναι ζητούμενο. Είναι αυτονόητο. Με μια όμως βασική προϋπόθεση: Το αυτονόητο αυτό έχει ιστορικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Όχι πολιτικά. Στην πολιτική μονόδρομοι δεν υπάρχουν. Το συμφέρον κάθε κράτους και κάθε έθνους έχει φορά από μέσα προς τα έξω, όχι από τα έξω προς τα μέσα.
Συνεκτικό στοιχείο σ’ όλα τα παραπάνω είναι, θαρρώ, η εθνικοκεντρική προσέγγιση και ο εθνικός αντίστοιχα λόγος. Αυτή η θέση ίσως να ξενίσει τους υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης ή τους εθνοσκεπτικιστές που, λανθασμένα, συγχέουν τον εθνοκεντρικό χαρακτήρα της πολιτικής με ρατσιστικά στοιχεία. Στους πρώτους θα μπορούσα να αντιτάξω το εξής γεγονός που, συνήθως, οι ίδιοι αποκρύπτουν έντεχνα: Υπήρξαν κι άλλοτε στην ιστορία απόπειρες «παγκοσμιοποίησης» του πολιτισμικού γίγνεσθαι.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν το επιστέγασμα τέτοιων προσπαθειών. Κατέρρευσε. Κατά τη γνώμη μου για ένα βασικό λόγο (χωρίς να απαρνούμαι κι όλους τους άλλους): Ο βασικός στόχος κάθε παγκοσμιοποίησης είναι να προβάλλει ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Για να το επιτύχει αυτό, θεωρεί τους ανθρώπους ως είδος προβάτων που μπορούν να ενταχθούν στο ίδιο κοπάδι και χρησιμοποιεί κάθε μορφή βίας για να καθυποτάξει την όποια διαφοροποίηση. Πόσο εύκολο όμως είναι να επιτύχεις την «προβατοποίηση» αυτή; Καθόλου. Η διάθεση για διαφοροποίηση και η δίψα για ελευθερία είναι από τα βασικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά που μας ξεχωρίζουν από τα ζώα.
Το πρώτο, λοιπόν που ο άνθρωπος αναγνωρίζει ως διαφορετικότητα, μετά τον εαυτό του, είναι αυτοί που γεννήθηκαν κι ανατράφηκαν στον ίδιο τόπο. Οι δεσμοί που σχηματίζονται σ’ αυτό το πλαίσιο είναι γερά θεμελιωμένοι, διότι είναι δεσμοί που διαμορφώνονται ελεύθερα κι όχι δεσμά που επιβάλλονται. Στους δεύτερους, που μπλέκουν την έννοια του έθνους με την ιδεολογία του ρατσισμού, θα έλεγα τα εξής: Η αγάπη μου για την πατρίδα μου, τον τόπο μου, δε σημαίνει ταυτόχρονα μίσας για τους άλλους τόπους. Σηματοδοτεί μια αίσθηση διαφορετικότητας. Αυτή η αίσθηση δεν συνιστά ποτέ ρατσισμό. Πάψτε, λοιπόν να μπερδεύετε τον πατριωτισμό με τη μισαλλοδοξία. Είναι τόσο απλοϊκή και ανόητη αυτή η σύγχυση, όσο ηλίθια κι άχρηστη είναι η ξενομανία.
Πόσο εφικτά είναι όλα τα παραπάνω, είναι ένα καίριο ερώτημα. Απαντώ: σε μεγάλο βαθμό. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ανέφικτη μια μετεξέλιξη της δημοκρατίας. Οι Έλληνες διαμόρφωσαν το πολίτευμα αρχικά, μπορούν οι ίδιοι να είναι που θα μεταφέρουν τις αξίες του στα σύγχρονα δεδομένα. Κάθε είδους επιβολή, είτε οικονομική είτε όποια άλλη, έστω κι αν βαπτίζεται «παγκοσμιοποιημένη», αντιστρατεύεται τις ανθρωπιστικές αξίες του Δυτικού Πολιτισμού, ο οποίος μάλιστα υποτίθεται ότι τις προστατεύει.
Το τελευταίο: η ιστορία μας έχει δείξει πως το εθνικό είναι πάντα το εφικτό. Το όραμα μιας παγκόσμιας συναδέλφωσης θα παραμείνει για πάντα μια ουτοπία, εφόσον αυτοί που προσποιούνται ότι το απεργάζονται δε θέσουν ως βασική συνθήκη του οράματος το σεβασμό κάθε εθνικής διαφορετικότητας και δεν απαρνηθούν δια παντός κάθε επιθυμία για επιβολή που προέρχεται από μια άδικη εξουσία.
Η οικονομική κατάρρευση της χώρας μας, φρονώ, δεν έχει ενεργοποιήσει ως τα σήμερα μια συμπαγή ομάδα που θα μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία με καινοφανή λόγο. Το προφανές αίτιο είναι ακριβώς η έλλειψη συγκεκριμένων πολιτικών στόχων. Τι θα μπορούσε να αντιπροτείνει κανείς στην παρούσα κατάσταση;
Επιστροφή στη δραχμή; Έξοδο από την Ευρωζώνη ή την ίδια την Ε.Ε.; Και το κυριότερο ερώτημα: Πόσο εφικτός είναι σήμερα ο εθνικός λόγος και οι αντίστοιχοι στόχοι του;
Η πρώτη βάση συζήτησης και σχηματισμού πολιτικού πλαισίου που θα ξεπερνούσε τα πεπαλαιωμένα πλέον συστήματα είναι αυτό του τρόπου διακυβέρνησης. Ο κοινοβουλευτισμός, όπως κυριαρχεί σήμερα, έχει ξεπεραστεί. Αποτελεί, συν τοις άλλοις, πολιτικό φαινόμενο ιδιότυπης ολιγαρχίας με
φαινομενικά χαρακτηριστικά δημοκρατίας. Περισσότερα δημοκρατικά στοιχεία βρίσκει ο ιστορικός μελετητής στην Αρχαία Σπάρτη, παρά σε ένα – οποιοδήποτε- κοινοβουλευτικό δημοκρατικό σύστημα. Για το θέμα αυτό, πολλοί από τους γνωρίζοντες έχουν διατυπώσει απόψεις που όλες, λίγο ή πολύ, συγκλίνουν στο εξής:
η σύγχρονη τεχνολογία παρέχει τις δυνατότητες μεγαλύτερης συμμετοχής στα κοινά. Αρκεί να αλλάξουμε τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τόσο τη δημοκρατία, όσο και τον τρόπο διακυβέρνησης μέσω αυτής. Λευκή επιταγή τεσσάρων χρόνων δεν μπορεί πλεόν να δίδεται σε κανέναν! Ο θεσμός της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης αποτελεί ένα πρώτο βήμα. Η αξιοποίησή του θα μπορούσε να οδηγήσει στο δεύτερο: Δημοκρατία Άμεση και με χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας.
Δεύτερο στοιχείο είναι σαφώς ο καθορισμός της κρίσης στις σωστές της διαστάσεις. Είναι πια ηλίου φαεινότερο πως η κρίση μόνο οικονομική δεν είναι.
Πολιτισμική αμιγώς, εθνική ξεκάθαρα, πολιτική σαφέστατα. Η Ελλάδα, εδώ και πολλά χρόνια, έχει απωλέσει σημαντικά στοιχεία εθνικής ταυτότητας (θρησκεία, τέχνη, ηθική) και τείνει να απωλέσει ακόμη περισσότερα (γλώσσα, παιδεία, δίκαιο). Κατά συνέπεια, ερωτήματα του τύπου «επιστροφή στη δραχμή» δεν έχουν νόημα. Το πρώτο που θα έπρεπε να απαντηθεί είναι το εξής: Πώς θα μπορούσαμε, διατηρώντας τα πολιτιστικά μας στοιχεία και την εθνική μας ταυτότητα, να πορευτούμε στη σύγχρονη εποχή; Αν κάτι έχει αποδειχτεί στην ιστορική διαδρομή είναι πως κανείς λαός δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, αν δε φροντίσει να ακολουθεί νέους δρόμους. Έχει, όμως επίσης αποδειχτεί πως κανείς λαός δεν μπορεί να διατηρήσει την αυτοδιάθεσή του, αν δε διατηρήσει αντίστοιχα εκείνα τα στοιχεία της εθνικής του ταυτότητας που του δίνουν το νόημα που χρειάζεται για να συνεχίσει να πορεύεται. Για την Ελλάδα, αυτή η διαπίστωση έχει ιδιαίτερη αξία.
Μιλάμε για μια παράδοση, μια ιστορική διαδρομή τόσο σπουδαία, τόσο μεγάλη σε χρονική διάρκεια που η διαφύλαξη της ταυτότητάς της δε συνιστά μόνο ανάγκη εκ μέρους του λαού της, αλλά και πολιτισμική συνέπεια και σεβασμό εκ μέρους όλων των δυτικογενών κρατών. Κατά συνέπεια, ο δυτικός προσανατολισμός της χώρας δεν είναι ζητούμενο. Είναι αυτονόητο. Με μια όμως βασική προϋπόθεση: Το αυτονόητο αυτό έχει ιστορικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Όχι πολιτικά. Στην πολιτική μονόδρομοι δεν υπάρχουν. Το συμφέρον κάθε κράτους και κάθε έθνους έχει φορά από μέσα προς τα έξω, όχι από τα έξω προς τα μέσα.
Συνεκτικό στοιχείο σ’ όλα τα παραπάνω είναι, θαρρώ, η εθνικοκεντρική προσέγγιση και ο εθνικός αντίστοιχα λόγος. Αυτή η θέση ίσως να ξενίσει τους υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης ή τους εθνοσκεπτικιστές που, λανθασμένα, συγχέουν τον εθνοκεντρικό χαρακτήρα της πολιτικής με ρατσιστικά στοιχεία. Στους πρώτους θα μπορούσα να αντιτάξω το εξής γεγονός που, συνήθως, οι ίδιοι αποκρύπτουν έντεχνα: Υπήρξαν κι άλλοτε στην ιστορία απόπειρες «παγκοσμιοποίησης» του πολιτισμικού γίγνεσθαι.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν το επιστέγασμα τέτοιων προσπαθειών. Κατέρρευσε. Κατά τη γνώμη μου για ένα βασικό λόγο (χωρίς να απαρνούμαι κι όλους τους άλλους): Ο βασικός στόχος κάθε παγκοσμιοποίησης είναι να προβάλλει ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Για να το επιτύχει αυτό, θεωρεί τους ανθρώπους ως είδος προβάτων που μπορούν να ενταχθούν στο ίδιο κοπάδι και χρησιμοποιεί κάθε μορφή βίας για να καθυποτάξει την όποια διαφοροποίηση. Πόσο εύκολο όμως είναι να επιτύχεις την «προβατοποίηση» αυτή; Καθόλου. Η διάθεση για διαφοροποίηση και η δίψα για ελευθερία είναι από τα βασικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά που μας ξεχωρίζουν από τα ζώα.
Το πρώτο, λοιπόν που ο άνθρωπος αναγνωρίζει ως διαφορετικότητα, μετά τον εαυτό του, είναι αυτοί που γεννήθηκαν κι ανατράφηκαν στον ίδιο τόπο. Οι δεσμοί που σχηματίζονται σ’ αυτό το πλαίσιο είναι γερά θεμελιωμένοι, διότι είναι δεσμοί που διαμορφώνονται ελεύθερα κι όχι δεσμά που επιβάλλονται. Στους δεύτερους, που μπλέκουν την έννοια του έθνους με την ιδεολογία του ρατσισμού, θα έλεγα τα εξής: Η αγάπη μου για την πατρίδα μου, τον τόπο μου, δε σημαίνει ταυτόχρονα μίσας για τους άλλους τόπους. Σηματοδοτεί μια αίσθηση διαφορετικότητας. Αυτή η αίσθηση δεν συνιστά ποτέ ρατσισμό. Πάψτε, λοιπόν να μπερδεύετε τον πατριωτισμό με τη μισαλλοδοξία. Είναι τόσο απλοϊκή και ανόητη αυτή η σύγχυση, όσο ηλίθια κι άχρηστη είναι η ξενομανία.
Πόσο εφικτά είναι όλα τα παραπάνω, είναι ένα καίριο ερώτημα. Απαντώ: σε μεγάλο βαθμό. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ανέφικτη μια μετεξέλιξη της δημοκρατίας. Οι Έλληνες διαμόρφωσαν το πολίτευμα αρχικά, μπορούν οι ίδιοι να είναι που θα μεταφέρουν τις αξίες του στα σύγχρονα δεδομένα. Κάθε είδους επιβολή, είτε οικονομική είτε όποια άλλη, έστω κι αν βαπτίζεται «παγκοσμιοποιημένη», αντιστρατεύεται τις ανθρωπιστικές αξίες του Δυτικού Πολιτισμού, ο οποίος μάλιστα υποτίθεται ότι τις προστατεύει.
Το τελευταίο: η ιστορία μας έχει δείξει πως το εθνικό είναι πάντα το εφικτό. Το όραμα μιας παγκόσμιας συναδέλφωσης θα παραμείνει για πάντα μια ουτοπία, εφόσον αυτοί που προσποιούνται ότι το απεργάζονται δε θέσουν ως βασική συνθήκη του οράματος το σεβασμό κάθε εθνικής διαφορετικότητας και δεν απαρνηθούν δια παντός κάθε επιθυμία για επιβολή που προέρχεται από μια άδικη εξουσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου