Πολύ λίγες είναι οι στιγμές στη διάρκεια των εκατόν ογδόντα περίπου ετών του ελεύθερου εθνικού μας βίου, για τις οποίες μπορούμε να νιώθουμε υπερηφάνεια ως έθνος, ως λαός, ως πολίτες, εν τέλει ως άρχοντες και αρχόμενοι. Ως μόνες αναλαμπές ευτυχίας μπορούν να θεωρηθούν οι στιγμές κατά τις οποίες επιτελέσθηκαν οι διευρύνσεις του ελληνικού κράτους, ώστε αυτό να λάβει τη σημερινή μορφή του, ενώ ορόσημο της εθνικής μας υπερηφάνειας αποτελεί η εποποιία του 1940. Όλο το υπόλοιπο διάστημα μπορούμε, από την απόσταση που μας επιτρέπει πλέον ο χρόνος, να το χαρακτηρίσομε ως διάστημα κατά το οποίο ανεφύησαν και θέριεψαν φαινόμενα αρνητικά και προσβλητικά της τιμής, της αξιοπρεπείας, του ήθους των συγχρόνων Ελλήνων, αλλά και ακυρωτικά της διαχρονικής πολιτιστικής προσφοράς του Ελληνικού έθνους στον παγκόσμιο, κυρίως δυτικό, πολιτισμό.
Μία σύντομη επισκόπηση της πολιτικής ζωής της πατρίδος μας από την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού κι εντεύθεν μας πείθει ότι ως πολιτικά κόμματα, ως θεσμοί γενικότερα, ως πολιτική ηγεσία, ως λαός πολιτευθήκαμε κινούμενοι περισσότερο από το θυμικό, από την ιδιοτέλεια, από την περισσότερο ή λιγότερο εξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις και τη συνακόλουθη επιρροή τους προς τις ηγετικές πολιτικές φυσιογνωμίες του τόπου, και λιγότερο από τη λογική, τη σύνεση και την ψύχραιμη στάθμιση των εθνικών και διεθνών συγκυριών.
Ειδικότερα ως λαός επιδείξαμε μάλλον μίαν αυξημένη τάση προς την πρόκληση ενδοεθνικών διενέξεων, συγκρούσεων και αναταραχών. Ίσως αυτή η συμπεριφορά να εξηγείται (όχι να δικαιολογείται) κατά πρώτον από τη μακραίωνη δουλεία, από την επί δεκατρείς σχεδόν γενιές στέρηση της εθνικής μας ελευθερίας, των βασικών ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων μας, και από την παρατεταμένη ανυπαρξία παιδείας του Γένους.
Κατά δεύτερον ένας λαός, ο οποίος μεταβαίνει από ένα στάδιο πλήρους ανελευθερίας σ’ ένα στάδιο αυξημένης ελευθερίας, φυσικό και αναμενόμενο είναι να τιθασευθεί δύσκολα, διότι την περαιτέρω ανυπακοή και σύγκρουση προς το κράτος ασυναίσθητα την ταυτίζει με εκείνην που θα ήθελε να είχε επιδείξει προς τον κατακτητή, αλλά δεν μπορούσε τότε να την εκδηλώσει λόγω του τρόμου τον οποίον εκείνος του ενέβαλε.
Έτσι κατά κάποιον τρόπο ο προηγούμενος «ραγιάς» και τώρα ελεύθερος πολίτης ταυτίζει το ελεύθερο κράτος με την καταπιεστική εξουσία, η οποία σε ορισμένες, ή και αρκετές, περιπτώσεις είχε και εισέτι έχει την «αρωγή» των «προστάτιδων» δυνάμεων. Διαμορφώθηκε με τον τρόπο αυτό κι εμπεδώθηκε στο λαό η πεποίθηση ότι από την απελευθέρωση έως και σήμερα υπάρχουν οι «Ραγιάδες και οι Αγάδες».
Για τη διαμόρφωση αυτής της αντιλήψεως βεβαίως μεγάλη ευθύνη φέρουν και οι άπειρες μεταπελευθερωτικές πολιτικές ηγεσίες. Αυτές με τις κοντόθωρες πολιτικές τους προκάλεσαν την οργή όλων των κοινωνικών ομάδων, με τις συγκεκαλυμμένες ή και απροκάλυπτες έως υποτελείς εξυπηρετήσεις των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων επί βλάβη των εθνικών μας συμφερόντων εξέθρεψαν την καχυποψία ή και το μίσος του λαού προς κάθε τι ξένο.
Αυτές με την αρχομανία τους, με την προσήλωσή τους στο θώκο της εξουσίας και στο κρατικό «κοχλιάριο» έσπειραν το σπόρο του εθνικού διχασμού, ο οποίος φύτρωσε και προεκάλεσε εθνικές καταστροφές σε πολλές φάσεις του σύντομου ελεύθερου εθνικού μας βίου.
Αυτές με την ατολμία τους δεν διεμόρφωσαν ένα υγιές και σταθερό εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά συστηματικώς λειτουργούσαν στον τομέα αυτό «εμβαλωματικώς», για να κρατήσουν το λαό σε μία κατάσταση πνευματικής νάρκης, ώστε να μπορούν αυτές στη συνέχεια να νέμονται εναλλάξ την εξουσία, τη δόξα και τον πλούτο μέσω της «Λερναίας Ύδρας» της Οικογενειοκρατίας και της Αναξιοκρατίας.
Το γεγονός ότι διαχρονικώς από το 1833 έως και σήμερα χρησιμοποιούνται από τις πολιτικές ηγεσίες ξένοι ως σύμβουλοι επί διαφόρων αντικειμένων αποδεικνύει ή την ανεπάρκεια και κατ’ ακολουθίαν την αδυναμία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος να δώσει τα απαραίτητα πνευματικά και ηθικά εφόδια στα Ελληνόπουλα, τα οποία και οπωσδήποτε θα έπρεπε να αξιοποιηθούν σε όλο το εύρος των δραστηριοτήτων του κράτους, ή δείχνει το μέγεθος των ξενικών εξαρτήσεων και επιρροών στην άσκηση της ελληνικής πολιτικής και την κατά συνέπεια υπονόμευση των εθνικών μας συμφερόντων.
Μέσα σε εκατόν είκοσι σχεδόν χρόνια το ελληνικό κράτος έφθασε δύο φορές στο χείλος της αβύσσου. Δύο φορές δύο Έλληνες πρωθυπουργοί, εκλεγμένοι καθ’ όλα δημοκρατικώς, προξένησαν στους Έλληνες τόσο φόβο, τόσον τρόμο, τόσην αβεβαιότητα, τόσην ανασφάλεια, τόσην απελπισία και απογοήτευση, όσην ίσως δεν τους είχαν προκαλέσει εμπόλεμες ή άλλες πολιτικώς ανώμαλες καταστάσεις. Και όλα αυτά μόνον με το άκουσμα μίας και μόνον λέξεως, «πτώχευση»!
Κατά την πρώτη περίπτωση ο εθνικός μας ποιητής αποτύπωσε εκείνη την κατάσταση με τη φράση « και μη έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί να κατρακυλήσεις στου κακού τη σκάλα…», ενώ κατά τη δεύτερη περίπτωση το «εκσυγχρονισμένο» ύφος του «προηγμένου» πολιτικού λόγου επέδωσε την κατάσταση με τη φράση «πιάσαμε πάτο»!
Αλλά η πτώχευση της Ελλάδος στο τέλος του 19ου αιώνος, το 1893, μπορεί να αιτιολογηθεί κατά ένα μεγάλο μέρος, αν όχι απόλυτα, στην πολιτική δανείων και σημαντικών έργων υποδομής μακροχρόνιας αποδόσεως που εφάρμοσε ο Χαρίλαος Τρικούπης κατά την περίοδο 1882-1893. Χαρακτηριστικά είναι τα έργα για την κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου στην Πελοπόννησο, στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, στη Λάρισα, ο υπόγειος σιδηρόδρομος ως την Ομόνοια (Θησείο-Ομόνοια), η έναρξη εκβιομηχάνισης της χώρας, η αρχή αποξήρανσης της λίμνης Κωπαΐδος, ο εξοπλισμός του στόλου που έδωσε τότε στην Ελλάδα ναυτική υπεροχή στην ανατολική Μεσόγειο, και κυρίως η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου.
Όλα αυτά και πολλά άλλα, με δεδομένη τη μικρή σε σχέση με σήμερα τεχνολογική πρόοδο, τη μικρή σε έκταση Ελλάδα (έφθανε τότε ως τη Θεσσαλία και την περιοχή της Άρτας), την ελλιπή κρατική οργάνωση, όλα αυτά ίσως δικαιολογούν την πτώχευση εκείνη.
Τη σημερινή όμως ομολογία πτωχεύσεως και τον περιορισμό της εθνικής μας κυριαρχίας με την επιβολή του Δ.Ν.Τ. πώς μπορούμε να την αιτιολογήσομε; Για να μπορέσομε να δικαιολογήσομε τη σημερινή πτώχευση, στο βαθμό και με τον τρόπο που κατανοούμε εκείνη του 1893, θα έπρεπε κατά τις δύο με τρεις τελευταίες δεκαετίες να είχαμε επιδείξει έργα υποδομής ασυγκρίτως περισσότερα και μεγαλύτερα από εκείνα του προπερασμένου αιώνος.
Θα έπρεπε να είχαμε τουλάχιστον στο Ναυτικό και την Αεροπορία υπεροχή στην ανατολική Μεσόγειο, αν κρίνομε με βάση το υπερβολικό οικονομικό κόστος των μέχρι τούδε πραγματοποιηθέντων στρατιωτικών εξοπλισμών. Θα έπρεπε το κράτος να ήταν καλύτερα οργανωμένο και πιο αποτελεσματικό. Θα έπρεπε να είχαμε ήδη φθάσει στο επίπεδο των δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Όχι μόνο δε συνέβησαν όλα αυτά, αλλά, αντίθετα με την περίοδο του Τρικούπη και την προτρικουπική, κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες έχουν εισρεύσει στο κρατικό ταμείο από τα ταμεία της ΕΟΚ και της μετέπειτα Ε.Ε. αμύθητα χρηματικά ποσά. Αυτά εδίδοντο και έπρεπε να διατεθούν κατ’ αποκλειστικότητα για έργα υποδομής, για δημιουργία βιομηχανιών, για την αναδιοργάνωση όλων των τομέων του κράτους, ώστε να φθάσομε στο επίπεδο (οικονομικό, κοινωνικό, μορφωτικό, θεσμικό) των προηγμένων εταίρων μας.
Δυστυχώς όμως οι κρουνοί όλου αυτού του χρήματος, αντί να καταλήγουν στο κρατικό ταμείο και εν συνεχεία στους ως άνω περιγραφόμενους τομείς, κατευθύνονταν σε αόρατες χοάνες. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του «πακτωλού» το «ενεθυλάκωσαν» οι κατά καιρούς «νταβατζήδες». Δεν τολμούμε εμείς οι κοινοί θνητοί να αποκαλέσομε αυτούς τους «κυρίους» ως κλέφτες. Όμως, όταν επίσημα θεσμικώς χείλη εκστομούν τη φράση «φέρτε πίσω τα κλεμμένα», ποίους εννοούν;
Οπωσδήποτε αυτούς οι οποίοι κατά καιρούς κρατούσαν το «κρατικό κοχλιάριο» και, πάντως, όχι το λαό. Μήπως δεν είναι «κλέφτες» όσοι απροκάλυπτα έπαιρναν ή και εξακολουθούν να παίρνουν από το δημόσιο ή από τομείς του δημοσίου ετήσιες αμοιβές που υπερβαίνουν τα ισόβια έσοδα ενός απλού υπαλλήλου ή και ενός ζεύγους υπαλλήλων;
Δεν είναι «κλέφτες» αυτοί οι οποίοι επέτρεπαν την καταλήστευση των ταμείων των εργαζομένων, αυτοί οι οποίοι επένδυαν τα χρήματα των εργαζομένων με τέτοιον τρόπο ώστε να απολέσουν το μέγιστο της αξίας τους; Δεν είναι «κλέφτες» αυτοί οι οποίοι διαχειρίζονταν τα χρήματα των εργαζομένων με τέτοιον τρόπο ώστε ο συνταξιούχος να μην παίρνει ούτε το «εφάπαξ» ούτε τη σύνταξή του; Δεν είναι «κλέφτες» αυτοί οι οποίοι διόγκωναν το κόστος των δημοσίων έργων προκλητικώς επ’ ωφελεία δική τους και επί βλάβη των φορολογουμένων; Δεν είναι «κλέφτες» αυτοί οι οποίοι έκλειναν συμφωνίες για τα εξοπλιστικά προγράμματα των ενόπλων δυνάμεων με τέτοιον τρόπο ώστε και να υπερκοστολογούνται οι εξοπλισμοί και να λαμβάνομε ως κράτος μη άρτιες ή και ελαττωματικές πολεμικές μηχανές;
Επομένως, όταν από θεσμικούς παράγοντες της Πολιτείας καταγγέλλονται διάφοροι ως «νταβατζήδες» που λυμαίνονται το δημόσιο βίο, ή όταν ακούγονται οι ιαχές «λεφτά υπάρχουν, πού πήγαν τα λεφτά;», έ! τότε δικαιούται ο απλός και άδολος πολίτης, αποκωδικοποιώντας τις ως άνω φράσεις-διαπιστώσεις, να θεωρήσει ότι υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι με αθέμιτα και κρυφά μέσα υπεξαίρεσαν και οικειοποιήθηκαν τεράστια χρηματικά ποσά του κράτους, γι’ αυτό και οδηγηθήκαμε στον «πάτο της πτώχευσης».
Αλλά πλην της ως άνω μομφής μπορούμε να προσάψομε σε αυτούς τους «τύπους» και το χαρακτηρισμό του «αμαρτωλού». Δεν είναι «αμαρτωλοί» αυτοί που ως διαχειριστές της εξουσίας με την πολιτική συμπεριφορά τους οδήγησαν στη μεγίστη ανυποληψία κορυφαίους θεσμούς, όπως τη δικαιοσύνη, το κοινοβούλιο, τα πολιτικά κόμματα, και ανάγκασαν μεγάλο τμήμα του ενεργού πληθυσμού, κυρίως τους νέους, να επιδείξουν αδιαφορία, απάθεια και περιφρόνηση προς την πολιτική γενικώς; Δεν είναι «αμαρτωλοί» αυτοί οι οποίοι με νομικές διατάξεις, που οι ίδιοι ψήφισαν για τον εαυτό τους, απαλλάσσονταν από κάθε φορολογία ιδρύοντας εξωχώριες εταιρείες, ενώ επέβαλλαν συγχρόνως στον πτωχό λαό βαρείς φόρους;
Δεν είναι «αμαρτωλοί» αυτοί οι οποίοι απέφυγαν επιμελώς τη στράτευση, το ύψιστο προς την πατρίδα χρέος, ενώ απεφάσιζαν πόσο διάστημα και πόσο μακριά από την κατοικία τους θα υπηρετούσαν τα παιδιά πτωχών οικογενειών; Δεν είναι «αμαρτωλοί» αυτοί οι οποίοι, κατέχοντες επίζηλες θεσμικώς θέσεις, «έστελναν» τα κ(α;)λόπαιδά τους να υπηρετήσουν τη θητεία τους στα… «σύνορα» της… βουλής, στο Πολεμικό Μουσείο, μετατρέποντάς το με τις μεταμεσονύκτιες εισβολές ελευθεριαζουσών υπάρξεων σε αλλότριο προς την αποστολή του χώρο;
Δεν είναι «αμαρτωλοί» αυτοί οι οποίοι πάλι με νομικές ρυθμίσεις, που οι ίδιοι ψήφιζαν για τον εαυτό τους, διόριζαν συζύγους, θυγατέρες, υιούς και λοιπούς συγγενείς στον «άβατο» χώρο του Κοινοβουλίου, «φτύνοντας» έτσι κατά πρόσωπο χιλιάδες Ελληνόπουλα τα οποία μόχθησαν να αποκτήσουν πνευματικά και ηθικά εφόδια προκειμένου να έχουν και αυτά στον ήλιο μοίρα; Δεν είναι «αμαρτωλοί» αυτοί οι οποίοι με τα «μεγαλεπήβολα οράματά τους» έφεραν την απαιδευσία στου νέους; Δεν είναι «αμαρτωλοί» αυτοί οι οποίοι επεδείκνυαν απάθεια επί χρόνια, ενώ καίγονταν περιουσίες ιδιωτικές και κρατικές στο κέντρο της Αθήνας;
Δεν είναι «αμαρτωλού» αυτοί οι οποίοι μέσω της οικογενειοκρατίας και της αναξιοκρατίας οδήγησαν τους φίλεργους και ικανούς νέους είτε στην ανεργία είτε στη μετανάστευση προς τις ξένες χώρες; Δεν είναι «αμαρτωλοί» αυτοί οι οποίοι υπό οποιανδήποτε ιδιότητα υπόσχονταν στους πολίτες «λαγούς με πετραχήλια» και , όταν επετύγχαναν το στόχο τους, όχι μόνον ξεχνούσαν τις υποσχέσεις, αλλά έπρατταν το ακριβώς αντίθετο;
Δυστυχώς οι καιροί έχουν αλλάξει! Και μαζί με αυτούς άλλαξαν και οι άνθρωποι, ο τρόπος σκέψεως και η συμπεριφορά τους. Ακόμη και η σημασία των λέξεων έχει διαφοροποιηθεί εξ αιτίας των νέων ηθών τα οποία επεκράτησαν ή τείνουν να επικρατήσουν σ’ ένα ασταθές και επικίνδυνα μεταβαλλόμενο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον. Κάποτε οι όροι «ΑΡΜΑΤΟΛΟΙ» και «ΚΛΕΦΤΕΣ» περιποιούσαν τιμή σε όσους τους έφεραν, διότι είχαν συνείδηση της εθνικής τους προσφοράς. Σήμερα αντίθετα έχομε τους «ΑΜΑΡΤΩΛΟΥΣ» και τους «ΚΛΕΦΤΕΣ», οι οποίοι δεν έχουν συναίσθηση του ολέθριου ρόλου που διαδραματίζουν στην ελληνική κοινωνία.
Μία σύντομη επισκόπηση της πολιτικής ζωής της πατρίδος μας από την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού κι εντεύθεν μας πείθει ότι ως πολιτικά κόμματα, ως θεσμοί γενικότερα, ως πολιτική ηγεσία, ως λαός πολιτευθήκαμε κινούμενοι περισσότερο από το θυμικό, από την ιδιοτέλεια, από την περισσότερο ή λιγότερο εξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις και τη συνακόλουθη επιρροή τους προς τις ηγετικές πολιτικές φυσιογνωμίες του τόπου, και λιγότερο από τη λογική, τη σύνεση και την ψύχραιμη στάθμιση των εθνικών και διεθνών συγκυριών.
Ειδικότερα ως λαός επιδείξαμε μάλλον μίαν αυξημένη τάση προς την πρόκληση ενδοεθνικών διενέξεων, συγκρούσεων και αναταραχών. Ίσως αυτή η συμπεριφορά να εξηγείται (όχι να δικαιολογείται) κατά πρώτον από τη μακραίωνη δουλεία, από την επί δεκατρείς σχεδόν γενιές στέρηση της εθνικής μας ελευθερίας, των βασικών ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων μας, και από την παρατεταμένη ανυπαρξία παιδείας του Γένους.
Κατά δεύτερον ένας λαός, ο οποίος μεταβαίνει από ένα στάδιο πλήρους ανελευθερίας σ’ ένα στάδιο αυξημένης ελευθερίας, φυσικό και αναμενόμενο είναι να τιθασευθεί δύσκολα, διότι την περαιτέρω ανυπακοή και σύγκρουση προς το κράτος ασυναίσθητα την ταυτίζει με εκείνην που θα ήθελε να είχε επιδείξει προς τον κατακτητή, αλλά δεν μπορούσε τότε να την εκδηλώσει λόγω του τρόμου τον οποίον εκείνος του ενέβαλε.
Έτσι κατά κάποιον τρόπο ο προηγούμενος «ραγιάς» και τώρα ελεύθερος πολίτης ταυτίζει το ελεύθερο κράτος με την καταπιεστική εξουσία, η οποία σε ορισμένες, ή και αρκετές, περιπτώσεις είχε και εισέτι έχει την «αρωγή» των «προστάτιδων» δυνάμεων. Διαμορφώθηκε με τον τρόπο αυτό κι εμπεδώθηκε στο λαό η πεποίθηση ότι από την απελευθέρωση έως και σήμερα υπάρχουν οι «Ραγιάδες και οι Αγάδες».
Για τη διαμόρφωση αυτής της αντιλήψεως βεβαίως μεγάλη ευθύνη φέρουν και οι άπειρες μεταπελευθερωτικές πολιτικές ηγεσίες. Αυτές με τις κοντόθωρες πολιτικές τους προκάλεσαν την οργή όλων των κοινωνικών ομάδων, με τις συγκεκαλυμμένες ή και απροκάλυπτες έως υποτελείς εξυπηρετήσεις των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων επί βλάβη των εθνικών μας συμφερόντων εξέθρεψαν την καχυποψία ή και το μίσος του λαού προς κάθε τι ξένο.
Αυτές με την αρχομανία τους, με την προσήλωσή τους στο θώκο της εξουσίας και στο κρατικό «κοχλιάριο» έσπειραν το σπόρο του εθνικού διχασμού, ο οποίος φύτρωσε και προεκάλεσε εθνικές καταστροφές σε πολλές φάσεις του σύντομου ελεύθερου εθνικού μας βίου.
Αυτές με την ατολμία τους δεν διεμόρφωσαν ένα υγιές και σταθερό εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά συστηματικώς λειτουργούσαν στον τομέα αυτό «εμβαλωματικώς», για να κρατήσουν το λαό σε μία κατάσταση πνευματικής νάρκης, ώστε να μπορούν αυτές στη συνέχεια να νέμονται εναλλάξ την εξουσία, τη δόξα και τον πλούτο μέσω της «Λερναίας Ύδρας» της Οικογενειοκρατίας και της Αναξιοκρατίας.
Το γεγονός ότι διαχρονικώς από το 1833 έως και σήμερα χρησιμοποιούνται από τις πολιτικές ηγεσίες ξένοι ως σύμβουλοι επί διαφόρων αντικειμένων αποδεικνύει ή την ανεπάρκεια και κατ’ ακολουθίαν την αδυναμία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος να δώσει τα απαραίτητα πνευματικά και ηθικά εφόδια στα Ελληνόπουλα, τα οποία και οπωσδήποτε θα έπρεπε να αξιοποιηθούν σε όλο το εύρος των δραστηριοτήτων του κράτους, ή δείχνει το μέγεθος των ξενικών εξαρτήσεων και επιρροών στην άσκηση της ελληνικής πολιτικής και την κατά συνέπεια υπονόμευση των εθνικών μας συμφερόντων.
Μέσα σε εκατόν είκοσι σχεδόν χρόνια το ελληνικό κράτος έφθασε δύο φορές στο χείλος της αβύσσου. Δύο φορές δύο Έλληνες πρωθυπουργοί, εκλεγμένοι καθ’ όλα δημοκρατικώς, προξένησαν στους Έλληνες τόσο φόβο, τόσον τρόμο, τόσην αβεβαιότητα, τόσην ανασφάλεια, τόσην απελπισία και απογοήτευση, όσην ίσως δεν τους είχαν προκαλέσει εμπόλεμες ή άλλες πολιτικώς ανώμαλες καταστάσεις. Και όλα αυτά μόνον με το άκουσμα μίας και μόνον λέξεως, «πτώχευση»!
Κατά την πρώτη περίπτωση ο εθνικός μας ποιητής αποτύπωσε εκείνη την κατάσταση με τη φράση « και μη έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί να κατρακυλήσεις στου κακού τη σκάλα…», ενώ κατά τη δεύτερη περίπτωση το «εκσυγχρονισμένο» ύφος του «προηγμένου» πολιτικού λόγου επέδωσε την κατάσταση με τη φράση «πιάσαμε πάτο»!
Αλλά η πτώχευση της Ελλάδος στο τέλος του 19ου αιώνος, το 1893, μπορεί να αιτιολογηθεί κατά ένα μεγάλο μέρος, αν όχι απόλυτα, στην πολιτική δανείων και σημαντικών έργων υποδομής μακροχρόνιας αποδόσεως που εφάρμοσε ο Χαρίλαος Τρικούπης κατά την περίοδο 1882-1893. Χαρακτηριστικά είναι τα έργα για την κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου στην Πελοπόννησο, στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, στη Λάρισα, ο υπόγειος σιδηρόδρομος ως την Ομόνοια (Θησείο-Ομόνοια), η έναρξη εκβιομηχάνισης της χώρας, η αρχή αποξήρανσης της λίμνης Κωπαΐδος, ο εξοπλισμός του στόλου που έδωσε τότε στην Ελλάδα ναυτική υπεροχή στην ανατολική Μεσόγειο, και κυρίως η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου.
Όλα αυτά και πολλά άλλα, με δεδομένη τη μικρή σε σχέση με σήμερα τεχνολογική πρόοδο, τη μικρή σε έκταση Ελλάδα (έφθανε τότε ως τη Θεσσαλία και την περιοχή της Άρτας), την ελλιπή κρατική οργάνωση, όλα αυτά ίσως δικαιολογούν την πτώχευση εκείνη.
Τη σημερινή όμως ομολογία πτωχεύσεως και τον περιορισμό της εθνικής μας κυριαρχίας με την επιβολή του Δ.Ν.Τ. πώς μπορούμε να την αιτιολογήσομε; Για να μπορέσομε να δικαιολογήσομε τη σημερινή πτώχευση, στο βαθμό και με τον τρόπο που κατανοούμε εκείνη του 1893, θα έπρεπε κατά τις δύο με τρεις τελευταίες δεκαετίες να είχαμε επιδείξει έργα υποδομής ασυγκρίτως περισσότερα και μεγαλύτερα από εκείνα του προπερασμένου αιώνος.
Θα έπρεπε να είχαμε τουλάχιστον στο Ναυτικό και την Αεροπορία υπεροχή στην ανατολική Μεσόγειο, αν κρίνομε με βάση το υπερβολικό οικονομικό κόστος των μέχρι τούδε πραγματοποιηθέντων στρατιωτικών εξοπλισμών. Θα έπρεπε το κράτος να ήταν καλύτερα οργανωμένο και πιο αποτελεσματικό. Θα έπρεπε να είχαμε ήδη φθάσει στο επίπεδο των δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Όχι μόνο δε συνέβησαν όλα αυτά, αλλά, αντίθετα με την περίοδο του Τρικούπη και την προτρικουπική, κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες έχουν εισρεύσει στο κρατικό ταμείο από τα ταμεία της ΕΟΚ και της μετέπειτα Ε.Ε. αμύθητα χρηματικά ποσά. Αυτά εδίδοντο και έπρεπε να διατεθούν κατ’ αποκλειστικότητα για έργα υποδομής, για δημιουργία βιομηχανιών, για την αναδιοργάνωση όλων των τομέων του κράτους, ώστε να φθάσομε στο επίπεδο (οικονομικό, κοινωνικό, μορφωτικό, θεσμικό) των προηγμένων εταίρων μας.
Δυστυχώς όμως οι κρουνοί όλου αυτού του χρήματος, αντί να καταλήγουν στο κρατικό ταμείο και εν συνεχεία στους ως άνω περιγραφόμενους τομείς, κατευθύνονταν σε αόρατες χοάνες. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του «πακτωλού» το «ενεθυλάκωσαν» οι κατά καιρούς «νταβατζήδες». Δεν τολμούμε εμείς οι κοινοί θνητοί να αποκαλέσομε αυτούς τους «κυρίους» ως κλέφτες. Όμως, όταν επίσημα θεσμικώς χείλη εκστομούν τη φράση «φέρτε πίσω τα κλεμμένα», ποίους εννοούν;
Οπωσδήποτε αυτούς οι οποίοι κατά καιρούς κρατούσαν το «κρατικό κοχλιάριο» και, πάντως, όχι το λαό. Μήπως δεν είναι «κλέφτες» όσοι απροκάλυπτα έπαιρναν ή και εξακολουθούν να παίρνουν από το δημόσιο ή από τομείς του δημοσίου ετήσιες αμοιβές που υπερβαίνουν τα ισόβια έσοδα ενός απλού υπαλλήλου ή και ενός ζεύγους υπαλλήλων;
Δεν είναι «κλέφτες» αυτοί οι οποίοι επέτρεπαν την καταλήστευση των ταμείων των εργαζομένων, αυτοί οι οποίοι επένδυαν τα χρήματα των εργαζομένων με τέτοιον τρόπο ώστε να απολέσουν το μέγιστο της αξίας τους; Δεν είναι «κλέφτες» αυτοί οι οποίοι διαχειρίζονταν τα χρήματα των εργαζομένων με τέτοιον τρόπο ώστε ο συνταξιούχος να μην παίρνει ούτε το «εφάπαξ» ούτε τη σύνταξή του; Δεν είναι «κλέφτες» αυτοί οι οποίοι διόγκωναν το κόστος των δημοσίων έργων προκλητικώς επ’ ωφελεία δική τους και επί βλάβη των φορολογουμένων; Δεν είναι «κλέφτες» αυτοί οι οποίοι έκλειναν συμφωνίες για τα εξοπλιστικά προγράμματα των ενόπλων δυνάμεων με τέτοιον τρόπο ώστε και να υπερκοστολογούνται οι εξοπλισμοί και να λαμβάνομε ως κράτος μη άρτιες ή και ελαττωματικές πολεμικές μηχανές;
Επομένως, όταν από θεσμικούς παράγοντες της Πολιτείας καταγγέλλονται διάφοροι ως «νταβατζήδες» που λυμαίνονται το δημόσιο βίο, ή όταν ακούγονται οι ιαχές «λεφτά υπάρχουν, πού πήγαν τα λεφτά;», έ! τότε δικαιούται ο απλός και άδολος πολίτης, αποκωδικοποιώντας τις ως άνω φράσεις-διαπιστώσεις, να θεωρήσει ότι υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι με αθέμιτα και κρυφά μέσα υπεξαίρεσαν και οικειοποιήθηκαν τεράστια χρηματικά ποσά του κράτους, γι’ αυτό και οδηγηθήκαμε στον «πάτο της πτώχευσης».
Αλλά πλην της ως άνω μομφής μπορούμε να προσάψομε σε αυτούς τους «τύπους» και το χαρακτηρισμό του «αμαρτωλού». Δεν είναι «αμαρτωλοί» αυτοί που ως διαχειριστές της εξουσίας με την πολιτική συμπεριφορά τους οδήγησαν στη μεγίστη ανυποληψία κορυφαίους θεσμούς, όπως τη δικαιοσύνη, το κοινοβούλιο, τα πολιτικά κόμματα, και ανάγκασαν μεγάλο τμήμα του ενεργού πληθυσμού, κυρίως τους νέους, να επιδείξουν αδιαφορία, απάθεια και περιφρόνηση προς την πολιτική γενικώς; Δεν είναι «αμαρτωλοί» αυτοί οι οποίοι με νομικές διατάξεις, που οι ίδιοι ψήφισαν για τον εαυτό τους, απαλλάσσονταν από κάθε φορολογία ιδρύοντας εξωχώριες εταιρείες, ενώ επέβαλλαν συγχρόνως στον πτωχό λαό βαρείς φόρους;
Δεν είναι «αμαρτωλοί» αυτοί οι οποίοι απέφυγαν επιμελώς τη στράτευση, το ύψιστο προς την πατρίδα χρέος, ενώ απεφάσιζαν πόσο διάστημα και πόσο μακριά από την κατοικία τους θα υπηρετούσαν τα παιδιά πτωχών οικογενειών; Δεν είναι «αμαρτωλοί» αυτοί οι οποίοι, κατέχοντες επίζηλες θεσμικώς θέσεις, «έστελναν» τα κ(α;)λόπαιδά τους να υπηρετήσουν τη θητεία τους στα… «σύνορα» της… βουλής, στο Πολεμικό Μουσείο, μετατρέποντάς το με τις μεταμεσονύκτιες εισβολές ελευθεριαζουσών υπάρξεων σε αλλότριο προς την αποστολή του χώρο;
Δεν είναι «αμαρτωλοί» αυτοί οι οποίοι πάλι με νομικές ρυθμίσεις, που οι ίδιοι ψήφιζαν για τον εαυτό τους, διόριζαν συζύγους, θυγατέρες, υιούς και λοιπούς συγγενείς στον «άβατο» χώρο του Κοινοβουλίου, «φτύνοντας» έτσι κατά πρόσωπο χιλιάδες Ελληνόπουλα τα οποία μόχθησαν να αποκτήσουν πνευματικά και ηθικά εφόδια προκειμένου να έχουν και αυτά στον ήλιο μοίρα; Δεν είναι «αμαρτωλοί» αυτοί οι οποίοι με τα «μεγαλεπήβολα οράματά τους» έφεραν την απαιδευσία στου νέους; Δεν είναι «αμαρτωλοί» αυτοί οι οποίοι επεδείκνυαν απάθεια επί χρόνια, ενώ καίγονταν περιουσίες ιδιωτικές και κρατικές στο κέντρο της Αθήνας;
Δεν είναι «αμαρτωλού» αυτοί οι οποίοι μέσω της οικογενειοκρατίας και της αναξιοκρατίας οδήγησαν τους φίλεργους και ικανούς νέους είτε στην ανεργία είτε στη μετανάστευση προς τις ξένες χώρες; Δεν είναι «αμαρτωλοί» αυτοί οι οποίοι υπό οποιανδήποτε ιδιότητα υπόσχονταν στους πολίτες «λαγούς με πετραχήλια» και , όταν επετύγχαναν το στόχο τους, όχι μόνον ξεχνούσαν τις υποσχέσεις, αλλά έπρατταν το ακριβώς αντίθετο;
Δυστυχώς οι καιροί έχουν αλλάξει! Και μαζί με αυτούς άλλαξαν και οι άνθρωποι, ο τρόπος σκέψεως και η συμπεριφορά τους. Ακόμη και η σημασία των λέξεων έχει διαφοροποιηθεί εξ αιτίας των νέων ηθών τα οποία επεκράτησαν ή τείνουν να επικρατήσουν σ’ ένα ασταθές και επικίνδυνα μεταβαλλόμενο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον. Κάποτε οι όροι «ΑΡΜΑΤΟΛΟΙ» και «ΚΛΕΦΤΕΣ» περιποιούσαν τιμή σε όσους τους έφεραν, διότι είχαν συνείδηση της εθνικής τους προσφοράς. Σήμερα αντίθετα έχομε τους «ΑΜΑΡΤΩΛΟΥΣ» και τους «ΚΛΕΦΤΕΣ», οι οποίοι δεν έχουν συναίσθηση του ολέθριου ρόλου που διαδραματίζουν στην ελληνική κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου