«Καλή τύχη με τη χώρας σας», ευχήθηκε ο Μαρτίν Λουστό λίγο πριν αναχωρήσει από την Αθήνα για το Μπουένος Άιρες. Το 2008 διατέλεσε υπουργός Οικονομικών της Αργεντινής, μιας χώρας που πριν από 10 χρόνια μπορούσε εύκολα να συγκριθεί με τη σημερινή Ελλάδα. Το μήνυμα που διατύπωσε μέσω του tvxs.gr είναι κατηγορηματικό: «Η Ελλάδα δεν έπρεπε να......
ακολουθήσει το δρόμο της Αργεντινής. Κοστίζει πολύ».Ο Λουστό εξήγησε ότι η εφαρμογή μιας ανάλογης «συνταγής» του ΔΝΤ στην Αργεντινή, το 2000, προκάλεσε φτώχεια η οποία επηρέασε το μισό πληθυσμό της χώρας και εκτίναξε την ανεργία σε ένα ποσοστό της τάξης τουλάχιστον του 25%. Σε αυτό το πλαίσιο, δήλωσε με βεβαιότητα: «Πρέπει να βρείτε άλλους τρόπους. Βλέπετε, άλλωστε, ότι παρόλο που ακολουθείτε ένα εξαιρετικά επίπονο πρόγραμμα, το πρόβλημα δεν λύνεται».Ο ίδιος κλήθηκε να εντοπίσει τις βασικές διαφορές ανάμεσα στις οικονομικές κρίσεις της Ελλάδας του 2011 και της Αργεντινής του 2000: «Εμείς δεν είχαμε αντίστοιχα «πακέτα» βοήθειας. Ήμαστε μόνοι μας». Αναγνώρισε ωστόσο ότι, ακόμη και στην Ελλάδα η οποία τυγχάνει διόλου ευκαταφρόνητης οικονομικής αρωγής από την ΕΕ και το ΔΝΤ, το τίμημα είναι μεγάλο και ο σχεδιασμός προς τη λάθος κατεύθυνση, καθώς παραλείπει ένα σημαντικό στοιχείο: Πέρα από τη δημοσιονομική προσαρμογή, «χρειάζεται να εφοδιάσεις κάποιους τομείς για να «κινήσεις» την οικονομία. Διαφορετικά, εν προκειμένω η Ελλάδα θα αποφύγει την άμεση έξοδο από το Ευρώ, αλλά θα τη βρει σύντομα ξανά μπροστά της».
Περιγράφοντας τις συνθήκες της ιστορικής αργεντίνικης οικονομικής κρίσης, μίλησε για ένα ευρέως «μισητό» ΔΝΤ το οποίο ζητούσε διαρκώς από την κυβέρνηση ολοένα και πιο σκληρά μέτρα λιτότητας, για «εξαιρετικά αντιδημοφιλείς πολιτικούς» οι οποίοι τα εφάρμοζαν, και για πιστωτές με μοναδικό ενδιαφέρον τη συγκέντρωση την χρημάτων τους ανεξαρτήτως επιπτώσεων για τους πολίτες. «Είτε θα κάναμε την προσαρμογή είτε όχι, η κατάληξη θα ήταν άσχημη», σημείωσε. Ειδικότερα για το ΔΝΤ, το οποίο αποτελεί «πραγματικά κακή λέξη στην Αργεντινή», εκτίμησε ότι τα τελευταία χρόνια άρχισε να προσπαθεί να αλλάξει την προσέγγισή του, αλλά «πιάστηκε στο μέσο μιας δεινής διεθνούς κρίσης».
Αφουγκραζόμενος το κλίμα κατά τη διαμονή του στην Αθήνα, το παρομοίασε με το αντίστοιχο της Αργεντινής του 2000-01, με «μοναδικό θέμα συζήτησης» την κρίση, εν μέσω αδυναμίας του κόσμου «να δεχθεί τις σκληρές επιπτώσεις στη ζωή του». Σε αυτό το πλαίσιο, χαρακτήρισε φυσική αντίδραση τις όποιες διαδηλώσεις, υπογραμμίζοντας ότι τα κέντρα λήψης αποφάσεων θα πρέπει να έχουν υπόψη τους πως αρκεί κάτι απλό για να λειτουργήσει ως «σκανδάλη η οποία θα προκαλέσει κάτι πολύ άσχημο».
Για τα «ισχυρά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα», επισήμανε πως «όταν το «πάρτι» ήταν σε εξέλιξη, έβγαλαν μεγάλα κέρδη» και «τώρα που τα πράγματα είναι δύσκολα, πρέπει να τα κοινωνικοποιήσουν». Αναφερόμενος στις ιδιωτικοποιήσεις οι οποίες αποτελούν επίμαχο σημείο στην Ελλάδα και γεγονός με διαστάσεις στην Αργεντινή, εξήγησε ότι στη χώρα του ξεκίνησαν στις αρχές του 1990, καθώς «είχαμε υψηλό πληθωρισμό και δεν μπορούσαμε να υποτιμήσουμε άλλο το νόμισμα». Κατά τη γνώμη του, «σε κάποιες περιπτώσεις ωφέλησαν και σε άλλες, που αφορούσαν καίριους τομείς της οικονομίας (νερό κλπ) επιβάρυναν σημαντικά τους φτωχούς».
Απευθύνοντας ένα είδος συμβουλής προς την Ελλάδα, τόνισε πως «δεν είναι καλή ιδέα να ιδιωτικοποιείς με βιασύνη» και επισήμανε τους κινδύνους στην περίπτωση πώλησης δημόσιων επιχειρήσεων «σε λάθος ιδιώτες και χωρίς τη συμμετοχή του εσωτερικού παράγοντα της χώρας». Ως γενικότερη αρχή, επισήμανε πως το νόμισμα έχει δύο όψεις: τις δεσμεύσεις απέναντι στους πιστωτές αλλά και τις δεσμεύσεις απέναντι στους πολίτες, με την έννοια της προστασίας βασικών δικαιωμάτων.
Κληθείς να σχολιάσει την ανάλυση ότι σε αντίθεση με τη σημερινή Ελλάδα, η Αργεντινή του 2000 είχε ισχυρό παραγωγικό τομέα, εξέφρασε την άποψη ότι «πράγματι το μοντέλο στην Ελλάδα είναι διαφορετικό, καθώς για παράδειγμα εισάγετε πράγματα που είναι βασικά για την παραγωγή» και αναγνώρισε ότι «θα πάρει περισσότερο για την οικονομία σας να ανακάμψει». Ωστόσο, δεν θεωρεί ότι η ακραία υποτίμηση αποτελεί τη λύση: «Προσωπικά πιστεύω ότι η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση (...) Μπορεί από εδώ και στο εξής να μην εισάγετε μοσχάρι από την Αργεντινή, αλλά να εξάγετε κοτόπουλα. Μπορεί να μην εισάγετε γερμανικά αυτοκίνητα, αλλά μια αντίστοιχη κινεζική εταιρεία να εγκατασταθεί εδώ. Απλώς, θα σας πάρει περισσότερο.»
Σχετικά με το ελληνικό χάσμα ανάμεσα στις χαμηλές αποδοχές και το υψηλό κόστος ζωής, σημείωσε πως «ακριβώς γύρω από αυτό έγκειται το ερώτημα για την Ευρωζώνη», καθώς ναι μεν υποτιμώνται οι μισθοί, αλλά οι εισαγωγές συνεχίζουν αυξημένες. Όσον αφορά στην αγροτική παραγωγή, η οποία διαδραματίζει επίσης μεγάλο ρόλο την αργεντίνικη οικονομία, δήλωσε υπέρμαχος της καλύτερης δυνατής αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών, μιλώντας για «εν εξελίξει αγροτική επανάσταση» η οποία δεν είναι ορατή «στο πιάτο μας», αλλά αποτελεί πραγματικότητα.
ακολουθήσει το δρόμο της Αργεντινής. Κοστίζει πολύ».Ο Λουστό εξήγησε ότι η εφαρμογή μιας ανάλογης «συνταγής» του ΔΝΤ στην Αργεντινή, το 2000, προκάλεσε φτώχεια η οποία επηρέασε το μισό πληθυσμό της χώρας και εκτίναξε την ανεργία σε ένα ποσοστό της τάξης τουλάχιστον του 25%. Σε αυτό το πλαίσιο, δήλωσε με βεβαιότητα: «Πρέπει να βρείτε άλλους τρόπους. Βλέπετε, άλλωστε, ότι παρόλο που ακολουθείτε ένα εξαιρετικά επίπονο πρόγραμμα, το πρόβλημα δεν λύνεται».Ο ίδιος κλήθηκε να εντοπίσει τις βασικές διαφορές ανάμεσα στις οικονομικές κρίσεις της Ελλάδας του 2011 και της Αργεντινής του 2000: «Εμείς δεν είχαμε αντίστοιχα «πακέτα» βοήθειας. Ήμαστε μόνοι μας». Αναγνώρισε ωστόσο ότι, ακόμη και στην Ελλάδα η οποία τυγχάνει διόλου ευκαταφρόνητης οικονομικής αρωγής από την ΕΕ και το ΔΝΤ, το τίμημα είναι μεγάλο και ο σχεδιασμός προς τη λάθος κατεύθυνση, καθώς παραλείπει ένα σημαντικό στοιχείο: Πέρα από τη δημοσιονομική προσαρμογή, «χρειάζεται να εφοδιάσεις κάποιους τομείς για να «κινήσεις» την οικονομία. Διαφορετικά, εν προκειμένω η Ελλάδα θα αποφύγει την άμεση έξοδο από το Ευρώ, αλλά θα τη βρει σύντομα ξανά μπροστά της».
Περιγράφοντας τις συνθήκες της ιστορικής αργεντίνικης οικονομικής κρίσης, μίλησε για ένα ευρέως «μισητό» ΔΝΤ το οποίο ζητούσε διαρκώς από την κυβέρνηση ολοένα και πιο σκληρά μέτρα λιτότητας, για «εξαιρετικά αντιδημοφιλείς πολιτικούς» οι οποίοι τα εφάρμοζαν, και για πιστωτές με μοναδικό ενδιαφέρον τη συγκέντρωση την χρημάτων τους ανεξαρτήτως επιπτώσεων για τους πολίτες. «Είτε θα κάναμε την προσαρμογή είτε όχι, η κατάληξη θα ήταν άσχημη», σημείωσε. Ειδικότερα για το ΔΝΤ, το οποίο αποτελεί «πραγματικά κακή λέξη στην Αργεντινή», εκτίμησε ότι τα τελευταία χρόνια άρχισε να προσπαθεί να αλλάξει την προσέγγισή του, αλλά «πιάστηκε στο μέσο μιας δεινής διεθνούς κρίσης».
Αφουγκραζόμενος το κλίμα κατά τη διαμονή του στην Αθήνα, το παρομοίασε με το αντίστοιχο της Αργεντινής του 2000-01, με «μοναδικό θέμα συζήτησης» την κρίση, εν μέσω αδυναμίας του κόσμου «να δεχθεί τις σκληρές επιπτώσεις στη ζωή του». Σε αυτό το πλαίσιο, χαρακτήρισε φυσική αντίδραση τις όποιες διαδηλώσεις, υπογραμμίζοντας ότι τα κέντρα λήψης αποφάσεων θα πρέπει να έχουν υπόψη τους πως αρκεί κάτι απλό για να λειτουργήσει ως «σκανδάλη η οποία θα προκαλέσει κάτι πολύ άσχημο».
Για τα «ισχυρά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα», επισήμανε πως «όταν το «πάρτι» ήταν σε εξέλιξη, έβγαλαν μεγάλα κέρδη» και «τώρα που τα πράγματα είναι δύσκολα, πρέπει να τα κοινωνικοποιήσουν». Αναφερόμενος στις ιδιωτικοποιήσεις οι οποίες αποτελούν επίμαχο σημείο στην Ελλάδα και γεγονός με διαστάσεις στην Αργεντινή, εξήγησε ότι στη χώρα του ξεκίνησαν στις αρχές του 1990, καθώς «είχαμε υψηλό πληθωρισμό και δεν μπορούσαμε να υποτιμήσουμε άλλο το νόμισμα». Κατά τη γνώμη του, «σε κάποιες περιπτώσεις ωφέλησαν και σε άλλες, που αφορούσαν καίριους τομείς της οικονομίας (νερό κλπ) επιβάρυναν σημαντικά τους φτωχούς».
Απευθύνοντας ένα είδος συμβουλής προς την Ελλάδα, τόνισε πως «δεν είναι καλή ιδέα να ιδιωτικοποιείς με βιασύνη» και επισήμανε τους κινδύνους στην περίπτωση πώλησης δημόσιων επιχειρήσεων «σε λάθος ιδιώτες και χωρίς τη συμμετοχή του εσωτερικού παράγοντα της χώρας». Ως γενικότερη αρχή, επισήμανε πως το νόμισμα έχει δύο όψεις: τις δεσμεύσεις απέναντι στους πιστωτές αλλά και τις δεσμεύσεις απέναντι στους πολίτες, με την έννοια της προστασίας βασικών δικαιωμάτων.
Κληθείς να σχολιάσει την ανάλυση ότι σε αντίθεση με τη σημερινή Ελλάδα, η Αργεντινή του 2000 είχε ισχυρό παραγωγικό τομέα, εξέφρασε την άποψη ότι «πράγματι το μοντέλο στην Ελλάδα είναι διαφορετικό, καθώς για παράδειγμα εισάγετε πράγματα που είναι βασικά για την παραγωγή» και αναγνώρισε ότι «θα πάρει περισσότερο για την οικονομία σας να ανακάμψει». Ωστόσο, δεν θεωρεί ότι η ακραία υποτίμηση αποτελεί τη λύση: «Προσωπικά πιστεύω ότι η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση (...) Μπορεί από εδώ και στο εξής να μην εισάγετε μοσχάρι από την Αργεντινή, αλλά να εξάγετε κοτόπουλα. Μπορεί να μην εισάγετε γερμανικά αυτοκίνητα, αλλά μια αντίστοιχη κινεζική εταιρεία να εγκατασταθεί εδώ. Απλώς, θα σας πάρει περισσότερο.»
Σχετικά με το ελληνικό χάσμα ανάμεσα στις χαμηλές αποδοχές και το υψηλό κόστος ζωής, σημείωσε πως «ακριβώς γύρω από αυτό έγκειται το ερώτημα για την Ευρωζώνη», καθώς ναι μεν υποτιμώνται οι μισθοί, αλλά οι εισαγωγές συνεχίζουν αυξημένες. Όσον αφορά στην αγροτική παραγωγή, η οποία διαδραματίζει επίσης μεγάλο ρόλο την αργεντίνικη οικονομία, δήλωσε υπέρμαχος της καλύτερης δυνατής αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών, μιλώντας για «εν εξελίξει αγροτική επανάσταση» η οποία δεν είναι ορατή «στο πιάτο μας», αλλά αποτελεί πραγματικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου