Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την πατρίδα, ιδίως από τους κυβερνώντες διεθνιστούληδες και οραματιστές της παγκόσμιας κυβέρνησης. Γεννάται όμως το ερώτημα: Ποιά πατρίδα, των εργαζομένων ἤ των εργοδοτών και κεφαλαιούχων; Γιατί όσο και να θέλουμε να αποφύγουμε την μαρξιστική ανάλυση, αυτές τις δύο πατρίδες που μοιράζονται το κοινό σώμα της κοινής γλώσσης και ιστορίας τους, τις χωρίζει οικονομική άβυσσος.Η πατρίδα των κεφαλαιούχων, συνέδεσε την μοίρα της με την Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως με το ευρώ. Μέσω αυτού, μ’ ένα πάτημα του κουμπιού στέλνει τα κεφάλαιά της όπου θέλει. Μέσω αυτού είχε ευκολότερη πρόσβαση, ως πρόσφατα τουλάχιστον, στον εξωτερικό δανεισμό και έτσι υπερχρέωσε την χώρα. Τώρα ακούει για δραχμή και βγάζει ιλαρά. Είναι σαν να υποχρεώναμε όλους αυτούς τους χρυσοδάκτυλους να ξαναγυρίσουν στην εποχή των κλειστών οικονομικών συνόρων. Ελεύθερη διακίνηση όμως κεφαλαίων χωρίς το ευρώ, είναι δώρο άδωρο, σαν να φοράς κοστούμι χωρίς παπούτσια. Κι έφθασε η ώρα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, στέρεψε η διεθνής ρευστότητα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αποπληρώσουν τα δανεικά ομόλογα και τους τόκους τους. Επειδή λοιπόν ανέβηκε το κόστος του δανειζόμενου χρήματος, πιθανώς και κατόπιν ενορχηστρωμένης συμπαιγνίας κύκλων των δανειστών και δανειζομένων, όπως συμβαίνει και με τ’ άλλα καρτέλ του διεθνούς εμπορίου, μπρός στον διαφαινόμενο λοιπόν κίνδυνο, να μπουν στον διεθνή Τειρεσία λόγω στάσης πληρωμών και να μην μπορούν να δανείζονται άλλο, θυμήθηκαν την πατρίδα.
Την αδελφή πατρίδα δηλαδή των παρακατιανών μεροκαματιάρηδων αδελφών τους, που τον καλό καιρό έκαναν πώς δεν την ξέρουν και πώς δεν θυμούνται την κοινή ιστορία τους και καταγωγή τους, τους κοινούς προγόνους τους και το παρελθόν τους, όταν φτωχαδάκια όλοι, μοιράζονταν τις ίδιες γειτονιές με τα φτωχόσπιτα. Ενώ λοιπόν ως τότε μίλαγαν για το τέλος της ιστορίας και των εθνικών κρατών και προσποιούνταν πως δεν είναι καλά-καλά σίγουροι και για την κοινή καταγωγή τους, αυτών δηλαδή και των φτωχών συγγενών τους, παρ’ ότι μιλούσαν την ίδια γλώσσα, επειδή ήθελαν έτσι να αποστασιοποιηθούν από αυτούς, άρχισαν ξάφνου τις γαλιφιές και τις σπαραξικάρδιες επικλήσεις του κοινού τους αίματος που νερό δεν γίνεται, εκ του πονηρού βέβαια για να τους στείλουν τον λογαριασμό, το φέσι δηλαδή. Σκέφθηκαν λοιπόν να πάρουν νέα δάνεια, από τα ξένα επίσημα κράτη αυτήν την φορά, μια που η ελεύθερη αγορά του χρήματος δεν τους δάνειζε άλλο, με την υποθήκευση της κοινής τους εδαφικής κληρονομιάς που εξ αδιαιρέτου κατείχαν από την εποχή της εθνεγερσίας, μα και του ίδιου του κοινού τους κράτους που θα ετίθετο υπό την αναγκαστική διαχείριση των δανειστών τους. Όλα αυτά έγιναν βέβαια εν μια νυκτί, χωρίς καμιά εξουσιοδότηση των θυμάτων τους, που έπρεπε να πληρώσουν μόνο και μόνο επειδή ήταν συγγενείς τους κι επειδή ζούσαν στον ίδιο χώρο μ’ αυτούς. Και σαν να μην έφθανε αυτό, άρχισαν να αντιμετωπίζονται όλοι οι εργαζόμενοι πολίτες ως κλεπταποδόχοι του δανεικού πλούτου που είχε εισρεύσει στην χώρα και εκαλούντο πλέον να επιστρέψουν τα δεδουλευμένα της τελευταίας τριακονταετίας, σαν να τα ’χαν κλέψει κι όχι εργασθεί.
Πίσω λοιπόν να φέρουν οι συνταξιούχοι τις συντάξεις τους και οι εργαζόμενοι τις κρατήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες τα κέρδη, γιατί το άχρωμο, είναι αλήθεια, χρήμα που είχαν εισπράξει κακώς το είχαν εισπράξει. Έπρεπε δηλαδή να μην αφήσουν τους διαχειριστές τους εν λευκώ να διαχειρίζονται τα κοινά και να πατήσουν πόδι εγκαίρως, λέγοντας δεν θέλουμε να ζούμε με δανεικά. Τώρα ακόμη και το κρέας τους και το λίπος τους, ήταν πως να το κάνουμε, με ξένα κόλλυβα θρεμμένα κι έπρεπε να τα επιστρέψουν πίσω, βελανίδια.
Για να μην γκρινιάζουν όμως οι φουκαράδες για το κακό που τους βρήκε και καλά να πάθουν, δημοκρατία θέλανε βλέπεις, αλλά δεν ξέρανε πως η δημοκρατία κοστίζει, γιατί έχει πολλά τσιμπλέκια και παρατρεχάμενους και πολλούς γραφιάδες και σωματοφύλακες για τους προύχοντές της, βγήκε ο χονδρός της παρέας των κυβερνώντων για να τους διαβεβαιώσει πως πέρα απ’ αυτά που ‘χαν φάει οι ανώτεροι τη τάξει συνδαιτυμόνες της εξουσίας, οι μεγαλοσχήμονες, χουβαρδάδες γλεντζέδες της, είχαν γλύψει κι αυτοί τα κόκκαλα απ’ τα κομματικά αποφάγια. Τότε που πετούσαν τους διορισμούς απ’ τα παράθυρα και μοίραζαν κουπόνια για κοινωνικό τουρισμό, ἤ στήνανε γιορτές και πανηγύρια. Όλοι λοιπόν λίγο πολύ κάτι είχαν φάει…
Βγήκε βέβαια λίγο ακριβός ο ρεφενές, μα χαλάλι, ζήσαμε καλά συνηγόρησε και ο σοφός μέντορας της πολιτικής κουζίνας, πάλαι ποτέ αρχιμάγειρας των ανακτόρων, μα και όλων των μετέπειτα κομματικών εστιατορίων του ευρύτερου κεντροδεξιού χώρου, και παρά την συνταξιοδότησή του κάθε τόσο τον βγάζουν στην τηλεόραση να δικαιολογεί τ’ αδικαιολόγητα του πολιτικού κατεστημένου. Ένας άνθρωπος που την καλή υγεία του και την μεγαλειώδη ηλικία του, οφείλει όπως και ο ίδιος ομολογούσε, στην καλή διατροφή, την ήσυχη ζωή, την ήρεμη συνείδηση και την συμπόρευσή του με τα μεγάλα ντόπια και ξένα συμφέροντα. Και για να μην ξυπνήσουν ακόμη τα θύματα και καταλάβουν πως τα δεινά τους ξεκίνησαν απ’ το ευρώ, που από την μέρα που μπήκε στη ζωή τους, τίναξε τις τιμές 34 φορές πάνω, άρχισαν τους ύμνους για το κοινό αυτό νόμισμα, που ήταν, άκουσον, άκουσον, η μεγαλύτερη κατάκτηση του έθνους. Τι εθνικές εμμονές θεέ μου, απ’ την ημέρα της εθνέγερσής του, κι ας είχε αφήσει τον μισό πληθυσμό άνεργο.
Πήραν λοιπόν τα ψαλίδια οι κυβερνώντες που δούλευαν γι’ αυτήν την μεγάλη πατρίδα των κεφαλαιούχων, την χωρίς σύνορα και ιδεολογικές αγκυλώσεις κι άρχισαν ελλείψει εθνικού νομίσματος να κουρεύουν σαν τραγιά, τους βιοπαλαιστές αδερφούς τους απ’ το μαλλί τους, απ’ τα λεφτά τους δηλαδή, ήτοι μισθούς και συντάξεις και το ‘λεγαν αυτό δήθεν υποτίμηση. Καθώς όμως το νόμισμα δεν υπετιμάτο, χρήμα νέο απ’ το εξωτερικό δεν εισέρεε και η μονομερής πτώση της κατανάλωσης οδηγούσε την οικονομία στην ύφεση.. Σε τούτο συντελούσε επιπλέον το γεγονός πως ακρίβαιναν, με την πτώση των μισθών, όλα τα είδη γενικά εγχώρια και ξένα. Θυσίες λοιπόν άνευ νοήματος των εργαζομένων στρατιωτών της οικονομίας, που τους έστελναν οι σοσιαλιστές στρατηγοί, όπως οι Ευρωπαίοι στρατάρχες του 1ου παγκοσμίου πολέμου, να γίνουν βορρά των κανονιών και των ναρκοπεδίων. Κι όμως η Ελληνική πλουτοκρατία είναι διατεθειμένη να θυσιάσει και το 80% των εισοδημάτων των εργαζομένων για να περιορίσει τα ελλείμματα που δημιουργεί το ανελαστικό, αποθαρρυντικό των επενδύσεων και των εξαγωγών, ευρώ, προσδοκώντας ταυτόχρονα πως το συμπιεσμένο εργατικό εισόδημα θα δημιουργήσει μια νέα Σοβιετία, όχι πολυάριθμων πια υπαλλήλων, μα εξαθλιωμένων μισθολογικά απελπισμένων.
Τα αριστερά κόμματα αιφνιδιασμένα ολίγον τι απ’ την ξαφνική επίθεση των κεφαλαιούχων, εμφανίζουν μια κάποια ρητορική διάθεση άμυνας, όχι όμως μια ουσιαστική αγωνιστική αντίδραση. Έχουν εθισθεί βλέπεις στην επαναστατική φιλολογία, και έχουν ξεχάσει τελείως αυτό που λέγεται δράση, πόσο μάλλον την επανάσταση. Αυτοί λοιπόν οι καλά αμειβόμενοι ανώτεροι υπάλληλοι του δημοσίου απολαμβάνουν την θέση τους στο έμμισθο κοινωνικό θεωρείο και βλέπουν λίγο πολύ σαν χειρονακτική εργασία, ανάξια του θεωρητικού τους επιπέδου, την κοινωνική δράση. Πολύ σοφά λοιπόν το κατεστημένο τους έμπασε στα σαλόνια του εγκαίρως, τώρα δε μετά την πτώση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, έχουν καταστεί όχι μόνο ακίνδυνοι, αλλά και πρακτικά ιδεολογικοί του σύμμαχοι στην πολιτική των ανοικτών συνόρων, της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και εργαζομένων, που είναι αυτή πρώτιστα που συμπιέζει την εργασία, πολύ περισσότερο απ’ όποια τρόϊκα κι απ’ όποιον έτερο διευθυντικό δαίμονα και μπαμπούλα. Η πιθανότητα να εκλεγούνε στην εξουσία για να κυβερνήσουν, χωρίς όμως τα διεθνή σοσιαλιστικά στηρίγματα που υπήρχαν κάποτε, τους προκαλεί αληθινό πανικό. Απεύχονται έτσι γι αυτό κάθε πειρασμό πολιτικής διαχείρισης και ο πολιτικός, κομματικός κατακερματισμός τους, τους βολεύει αφάνταστα για το αέναο πολιτικό τους κοσκίνισμα, όχι όμως και ζύμωμα.
Ακούστηκαν έτσι από αριστερά χείλη ανησυχίες. Μην φύγουμε από το Ευρώ και μας αγοράσουν με τα Ευρώ τους, που θα έχουν ανατιμηθεί έναντι της νεκραναστημένης δραχμής, οι Έλληνες χρυσοδάκτυλοι, που έχουν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό. Κάλιο ραγιάδες στο Ευρώ δηλαδή, παρά ραγιάδες στην δραχμή, ξεχνώντας πως με την δραχμή οι ραγιάδες δεν θα ‘χουν άλλο τον μπαμπούλα της τρόϊκας στο κεφάλι τους και θα ’ναι κύριοι στο σπίτι τους. Ακρογωνιαίος λίθος της απάτης λοιπόν και της ξένης εξάρτησης, το Ευρώ. Για να μπορεί να αγοράσει φθηνά την τηλεόρασή του, το εργαλείο δηλαδή της συλλογικής του εγκεφαλικής πλύσης και το κομπιούτερ του από κοντά, πρέπει ο Έλληνας να ψωμολυσσά για εργασία, και να ξοδεύει ότι έχει και δεν έχει στους φόρους, το φώς και την βενζίνη και να τον βρίζει από κοντά όλη η πολιτισμένη Ευρώπη, ότι είναι τάχα τεμπέλης και διεφθαρμένος, όπως έχουν φροντίσει να τον διασύρουν διεθνώς οι εκλεγμένοι δυνάστες του και άρα είναι άξιος της τύχης του. Έλεος κύριοι.
Χωρίς λοιπόν πολιτική ηγεσία και με ξεθυμασμένη παρόμοια συνδικαλιστική, υφίστανται οι Έλληνες εργαζόμενοι τον κεραυνοβόλο πόλεμο που με τα διεθνή του στηρίγματα εξαπέλυσε εναντίον τους η Ελληνική πλουτοκρατία, που οραματίζεται την ουσιαστική ενσωμάτωσή της στο διεθνές σύστημα με την εξαφάνιση εν ανάγκη των εργαζομένων και την αντικατάστασή τους από πειθήνιους, πρόθυμους να αντέξουν την σκλαβιά χάριν της επιβίωσης αλλοδαπούς. Η Ελλάδα αυτή, το ομολογούν, θα έχει μικρότερο κράτος, μα θα είναι και η ίδια σαφώς μικρότερη σε πληθυσμό, καθώς δεν θα μπορεί να θρέψει τον ίδιο αριθμό υπηκόων, ως επί της πάλαι ποτέ επάρατου δεξιάς με το κοινωνικό κράτος, τότε που το κατεστημένο χρειαζόταν στρατιώτες, δεσμοφύλακες και υψηλού κινδύνου χαφιέδες, Έλληνες, όμως κι όχι αλλοδαπούς. Τώρα οι Έλληνες του κατεστημένου θα γίνουν golden boys και οι υπόλοιποι θα αναμειχθούν με τους ξένους και θα καταστούν πολτός. Βροχή μέτρων λοιπόν και διαρκές σφυροκόπημα της λογικής των εργαζομένων για να παραδώσουν εθνική γη και ύδωρ στα αφεντικά τους και στους ξένους και να καταστούν φιλοξενούμενοι κι αυτοί στον τόπο τους. Για να δικαιολογήσουν μάλιστα την πολιτική επιστράτευση των μισθών και των συντάξεων, μα και την ταυτόχρονη υποχρεωτική αποστράτευση των εργαζομένων από την εργασία, επικαλέσθηκε πόλεμο ο πρωθυπουργεύων εντολοδόχος της τρόϊκας.
Πόλεμος λοιπόν πράγματι, εναντίον του λαού όμως, ἤ μάλλον του μεγαλύτερου τμήματός του, χάριν της προσαρμογής του στην διεθνή προκρούστεια κλίνη όπου θέλουν να τον ξαπλώσουν για να τον κοντύνουν ανάλογα. Βλέπουμε έτσι για άλλη μια φορά το κεφάλαιο μπρος στην οικονομική κρίση που το ίδιο δημιούργησε, να επικαλείται την πατρίδα και συνθήκες πολέμου σαν οδό διαφυγής από τις ευθύνες του.
Όχι πόλεμος λοιπόν. Η ανάπτυξη δεν πρέπει να γίνει με το λίπασμα των απολυμένων, των ανέργων, των αυτοκτονημένων από χρέη και κατάθλιψη και των εξαθλιωμένων εργατών της χώρας. Αν ο θεός των επενδύσεων θέλει αίμα, εμείς οι Έλληνες οφείλουμε να αρνηθούμε τις ανθρωποθυσίες και τον οικονομικό κανιβαλισμό. Ας ξυπνήσουν λοιπόν οι εργαζόμενοι κι ας συμπήξουν το πολιτικό τους μέτωπο για να εκπροσωπηθούν άμεσα στο χώρο του υποβαθμισμένου κοινοβουλίου, ώστε να διαπραγματεύονται αυτοί πλέον με την τρόϊκα, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι χωρίς τους επίχρυσους ενδιάμεσους της πολιτικής του κατεστημένου. Χρειάζεται πολιτικούς αντάρτες λοιπόν και επιτέλους απομυθοποίηση του μύθου του παράδεισου του Ευρώ από την μια, όπου ζήσαμε και δεν το καταλάβαμε και της επαπειλούμενης κολάσεως της δραχμής, που δεν ήρθε ακόμη και πεθάναμε.
Την αδελφή πατρίδα δηλαδή των παρακατιανών μεροκαματιάρηδων αδελφών τους, που τον καλό καιρό έκαναν πώς δεν την ξέρουν και πώς δεν θυμούνται την κοινή ιστορία τους και καταγωγή τους, τους κοινούς προγόνους τους και το παρελθόν τους, όταν φτωχαδάκια όλοι, μοιράζονταν τις ίδιες γειτονιές με τα φτωχόσπιτα. Ενώ λοιπόν ως τότε μίλαγαν για το τέλος της ιστορίας και των εθνικών κρατών και προσποιούνταν πως δεν είναι καλά-καλά σίγουροι και για την κοινή καταγωγή τους, αυτών δηλαδή και των φτωχών συγγενών τους, παρ’ ότι μιλούσαν την ίδια γλώσσα, επειδή ήθελαν έτσι να αποστασιοποιηθούν από αυτούς, άρχισαν ξάφνου τις γαλιφιές και τις σπαραξικάρδιες επικλήσεις του κοινού τους αίματος που νερό δεν γίνεται, εκ του πονηρού βέβαια για να τους στείλουν τον λογαριασμό, το φέσι δηλαδή. Σκέφθηκαν λοιπόν να πάρουν νέα δάνεια, από τα ξένα επίσημα κράτη αυτήν την φορά, μια που η ελεύθερη αγορά του χρήματος δεν τους δάνειζε άλλο, με την υποθήκευση της κοινής τους εδαφικής κληρονομιάς που εξ αδιαιρέτου κατείχαν από την εποχή της εθνεγερσίας, μα και του ίδιου του κοινού τους κράτους που θα ετίθετο υπό την αναγκαστική διαχείριση των δανειστών τους. Όλα αυτά έγιναν βέβαια εν μια νυκτί, χωρίς καμιά εξουσιοδότηση των θυμάτων τους, που έπρεπε να πληρώσουν μόνο και μόνο επειδή ήταν συγγενείς τους κι επειδή ζούσαν στον ίδιο χώρο μ’ αυτούς. Και σαν να μην έφθανε αυτό, άρχισαν να αντιμετωπίζονται όλοι οι εργαζόμενοι πολίτες ως κλεπταποδόχοι του δανεικού πλούτου που είχε εισρεύσει στην χώρα και εκαλούντο πλέον να επιστρέψουν τα δεδουλευμένα της τελευταίας τριακονταετίας, σαν να τα ’χαν κλέψει κι όχι εργασθεί.
Πίσω λοιπόν να φέρουν οι συνταξιούχοι τις συντάξεις τους και οι εργαζόμενοι τις κρατήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες τα κέρδη, γιατί το άχρωμο, είναι αλήθεια, χρήμα που είχαν εισπράξει κακώς το είχαν εισπράξει. Έπρεπε δηλαδή να μην αφήσουν τους διαχειριστές τους εν λευκώ να διαχειρίζονται τα κοινά και να πατήσουν πόδι εγκαίρως, λέγοντας δεν θέλουμε να ζούμε με δανεικά. Τώρα ακόμη και το κρέας τους και το λίπος τους, ήταν πως να το κάνουμε, με ξένα κόλλυβα θρεμμένα κι έπρεπε να τα επιστρέψουν πίσω, βελανίδια.
Για να μην γκρινιάζουν όμως οι φουκαράδες για το κακό που τους βρήκε και καλά να πάθουν, δημοκρατία θέλανε βλέπεις, αλλά δεν ξέρανε πως η δημοκρατία κοστίζει, γιατί έχει πολλά τσιμπλέκια και παρατρεχάμενους και πολλούς γραφιάδες και σωματοφύλακες για τους προύχοντές της, βγήκε ο χονδρός της παρέας των κυβερνώντων για να τους διαβεβαιώσει πως πέρα απ’ αυτά που ‘χαν φάει οι ανώτεροι τη τάξει συνδαιτυμόνες της εξουσίας, οι μεγαλοσχήμονες, χουβαρδάδες γλεντζέδες της, είχαν γλύψει κι αυτοί τα κόκκαλα απ’ τα κομματικά αποφάγια. Τότε που πετούσαν τους διορισμούς απ’ τα παράθυρα και μοίραζαν κουπόνια για κοινωνικό τουρισμό, ἤ στήνανε γιορτές και πανηγύρια. Όλοι λοιπόν λίγο πολύ κάτι είχαν φάει…
Βγήκε βέβαια λίγο ακριβός ο ρεφενές, μα χαλάλι, ζήσαμε καλά συνηγόρησε και ο σοφός μέντορας της πολιτικής κουζίνας, πάλαι ποτέ αρχιμάγειρας των ανακτόρων, μα και όλων των μετέπειτα κομματικών εστιατορίων του ευρύτερου κεντροδεξιού χώρου, και παρά την συνταξιοδότησή του κάθε τόσο τον βγάζουν στην τηλεόραση να δικαιολογεί τ’ αδικαιολόγητα του πολιτικού κατεστημένου. Ένας άνθρωπος που την καλή υγεία του και την μεγαλειώδη ηλικία του, οφείλει όπως και ο ίδιος ομολογούσε, στην καλή διατροφή, την ήσυχη ζωή, την ήρεμη συνείδηση και την συμπόρευσή του με τα μεγάλα ντόπια και ξένα συμφέροντα. Και για να μην ξυπνήσουν ακόμη τα θύματα και καταλάβουν πως τα δεινά τους ξεκίνησαν απ’ το ευρώ, που από την μέρα που μπήκε στη ζωή τους, τίναξε τις τιμές 34 φορές πάνω, άρχισαν τους ύμνους για το κοινό αυτό νόμισμα, που ήταν, άκουσον, άκουσον, η μεγαλύτερη κατάκτηση του έθνους. Τι εθνικές εμμονές θεέ μου, απ’ την ημέρα της εθνέγερσής του, κι ας είχε αφήσει τον μισό πληθυσμό άνεργο.
Πήραν λοιπόν τα ψαλίδια οι κυβερνώντες που δούλευαν γι’ αυτήν την μεγάλη πατρίδα των κεφαλαιούχων, την χωρίς σύνορα και ιδεολογικές αγκυλώσεις κι άρχισαν ελλείψει εθνικού νομίσματος να κουρεύουν σαν τραγιά, τους βιοπαλαιστές αδερφούς τους απ’ το μαλλί τους, απ’ τα λεφτά τους δηλαδή, ήτοι μισθούς και συντάξεις και το ‘λεγαν αυτό δήθεν υποτίμηση. Καθώς όμως το νόμισμα δεν υπετιμάτο, χρήμα νέο απ’ το εξωτερικό δεν εισέρεε και η μονομερής πτώση της κατανάλωσης οδηγούσε την οικονομία στην ύφεση.. Σε τούτο συντελούσε επιπλέον το γεγονός πως ακρίβαιναν, με την πτώση των μισθών, όλα τα είδη γενικά εγχώρια και ξένα. Θυσίες λοιπόν άνευ νοήματος των εργαζομένων στρατιωτών της οικονομίας, που τους έστελναν οι σοσιαλιστές στρατηγοί, όπως οι Ευρωπαίοι στρατάρχες του 1ου παγκοσμίου πολέμου, να γίνουν βορρά των κανονιών και των ναρκοπεδίων. Κι όμως η Ελληνική πλουτοκρατία είναι διατεθειμένη να θυσιάσει και το 80% των εισοδημάτων των εργαζομένων για να περιορίσει τα ελλείμματα που δημιουργεί το ανελαστικό, αποθαρρυντικό των επενδύσεων και των εξαγωγών, ευρώ, προσδοκώντας ταυτόχρονα πως το συμπιεσμένο εργατικό εισόδημα θα δημιουργήσει μια νέα Σοβιετία, όχι πολυάριθμων πια υπαλλήλων, μα εξαθλιωμένων μισθολογικά απελπισμένων.
Τα αριστερά κόμματα αιφνιδιασμένα ολίγον τι απ’ την ξαφνική επίθεση των κεφαλαιούχων, εμφανίζουν μια κάποια ρητορική διάθεση άμυνας, όχι όμως μια ουσιαστική αγωνιστική αντίδραση. Έχουν εθισθεί βλέπεις στην επαναστατική φιλολογία, και έχουν ξεχάσει τελείως αυτό που λέγεται δράση, πόσο μάλλον την επανάσταση. Αυτοί λοιπόν οι καλά αμειβόμενοι ανώτεροι υπάλληλοι του δημοσίου απολαμβάνουν την θέση τους στο έμμισθο κοινωνικό θεωρείο και βλέπουν λίγο πολύ σαν χειρονακτική εργασία, ανάξια του θεωρητικού τους επιπέδου, την κοινωνική δράση. Πολύ σοφά λοιπόν το κατεστημένο τους έμπασε στα σαλόνια του εγκαίρως, τώρα δε μετά την πτώση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, έχουν καταστεί όχι μόνο ακίνδυνοι, αλλά και πρακτικά ιδεολογικοί του σύμμαχοι στην πολιτική των ανοικτών συνόρων, της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και εργαζομένων, που είναι αυτή πρώτιστα που συμπιέζει την εργασία, πολύ περισσότερο απ’ όποια τρόϊκα κι απ’ όποιον έτερο διευθυντικό δαίμονα και μπαμπούλα. Η πιθανότητα να εκλεγούνε στην εξουσία για να κυβερνήσουν, χωρίς όμως τα διεθνή σοσιαλιστικά στηρίγματα που υπήρχαν κάποτε, τους προκαλεί αληθινό πανικό. Απεύχονται έτσι γι αυτό κάθε πειρασμό πολιτικής διαχείρισης και ο πολιτικός, κομματικός κατακερματισμός τους, τους βολεύει αφάνταστα για το αέναο πολιτικό τους κοσκίνισμα, όχι όμως και ζύμωμα.
Ακούστηκαν έτσι από αριστερά χείλη ανησυχίες. Μην φύγουμε από το Ευρώ και μας αγοράσουν με τα Ευρώ τους, που θα έχουν ανατιμηθεί έναντι της νεκραναστημένης δραχμής, οι Έλληνες χρυσοδάκτυλοι, που έχουν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό. Κάλιο ραγιάδες στο Ευρώ δηλαδή, παρά ραγιάδες στην δραχμή, ξεχνώντας πως με την δραχμή οι ραγιάδες δεν θα ‘χουν άλλο τον μπαμπούλα της τρόϊκας στο κεφάλι τους και θα ’ναι κύριοι στο σπίτι τους. Ακρογωνιαίος λίθος της απάτης λοιπόν και της ξένης εξάρτησης, το Ευρώ. Για να μπορεί να αγοράσει φθηνά την τηλεόρασή του, το εργαλείο δηλαδή της συλλογικής του εγκεφαλικής πλύσης και το κομπιούτερ του από κοντά, πρέπει ο Έλληνας να ψωμολυσσά για εργασία, και να ξοδεύει ότι έχει και δεν έχει στους φόρους, το φώς και την βενζίνη και να τον βρίζει από κοντά όλη η πολιτισμένη Ευρώπη, ότι είναι τάχα τεμπέλης και διεφθαρμένος, όπως έχουν φροντίσει να τον διασύρουν διεθνώς οι εκλεγμένοι δυνάστες του και άρα είναι άξιος της τύχης του. Έλεος κύριοι.
Χωρίς λοιπόν πολιτική ηγεσία και με ξεθυμασμένη παρόμοια συνδικαλιστική, υφίστανται οι Έλληνες εργαζόμενοι τον κεραυνοβόλο πόλεμο που με τα διεθνή του στηρίγματα εξαπέλυσε εναντίον τους η Ελληνική πλουτοκρατία, που οραματίζεται την ουσιαστική ενσωμάτωσή της στο διεθνές σύστημα με την εξαφάνιση εν ανάγκη των εργαζομένων και την αντικατάστασή τους από πειθήνιους, πρόθυμους να αντέξουν την σκλαβιά χάριν της επιβίωσης αλλοδαπούς. Η Ελλάδα αυτή, το ομολογούν, θα έχει μικρότερο κράτος, μα θα είναι και η ίδια σαφώς μικρότερη σε πληθυσμό, καθώς δεν θα μπορεί να θρέψει τον ίδιο αριθμό υπηκόων, ως επί της πάλαι ποτέ επάρατου δεξιάς με το κοινωνικό κράτος, τότε που το κατεστημένο χρειαζόταν στρατιώτες, δεσμοφύλακες και υψηλού κινδύνου χαφιέδες, Έλληνες, όμως κι όχι αλλοδαπούς. Τώρα οι Έλληνες του κατεστημένου θα γίνουν golden boys και οι υπόλοιποι θα αναμειχθούν με τους ξένους και θα καταστούν πολτός. Βροχή μέτρων λοιπόν και διαρκές σφυροκόπημα της λογικής των εργαζομένων για να παραδώσουν εθνική γη και ύδωρ στα αφεντικά τους και στους ξένους και να καταστούν φιλοξενούμενοι κι αυτοί στον τόπο τους. Για να δικαιολογήσουν μάλιστα την πολιτική επιστράτευση των μισθών και των συντάξεων, μα και την ταυτόχρονη υποχρεωτική αποστράτευση των εργαζομένων από την εργασία, επικαλέσθηκε πόλεμο ο πρωθυπουργεύων εντολοδόχος της τρόϊκας.
Πόλεμος λοιπόν πράγματι, εναντίον του λαού όμως, ἤ μάλλον του μεγαλύτερου τμήματός του, χάριν της προσαρμογής του στην διεθνή προκρούστεια κλίνη όπου θέλουν να τον ξαπλώσουν για να τον κοντύνουν ανάλογα. Βλέπουμε έτσι για άλλη μια φορά το κεφάλαιο μπρος στην οικονομική κρίση που το ίδιο δημιούργησε, να επικαλείται την πατρίδα και συνθήκες πολέμου σαν οδό διαφυγής από τις ευθύνες του.
Όχι πόλεμος λοιπόν. Η ανάπτυξη δεν πρέπει να γίνει με το λίπασμα των απολυμένων, των ανέργων, των αυτοκτονημένων από χρέη και κατάθλιψη και των εξαθλιωμένων εργατών της χώρας. Αν ο θεός των επενδύσεων θέλει αίμα, εμείς οι Έλληνες οφείλουμε να αρνηθούμε τις ανθρωποθυσίες και τον οικονομικό κανιβαλισμό. Ας ξυπνήσουν λοιπόν οι εργαζόμενοι κι ας συμπήξουν το πολιτικό τους μέτωπο για να εκπροσωπηθούν άμεσα στο χώρο του υποβαθμισμένου κοινοβουλίου, ώστε να διαπραγματεύονται αυτοί πλέον με την τρόϊκα, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι χωρίς τους επίχρυσους ενδιάμεσους της πολιτικής του κατεστημένου. Χρειάζεται πολιτικούς αντάρτες λοιπόν και επιτέλους απομυθοποίηση του μύθου του παράδεισου του Ευρώ από την μια, όπου ζήσαμε και δεν το καταλάβαμε και της επαπειλούμενης κολάσεως της δραχμής, που δεν ήρθε ακόμη και πεθάναμε.
Γράφει ο κ. Σπύρος Παπαγιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου