Ο Αντώνης λέει, πήρε το φραγγέλιο και καθάρισε τα του οίκου του. Τον πάστρεψε, τον έκανε «λαμπίκο». Έβγαλε το μαύρο κατάστιχο και άρχισε να ξηλώνει. Τζακάτοι, βαρόνοι, βαρονέτοι, κοτζαμπάσηδες, πολιτικά «φυτά» και άλλοι «ανεπάγγελτοι κατιόντες» πήραν την άγουσα. Μάζεψε γύρω του τους ξηγημένους, τους μάγκες και τα παιδιά της πιάτσας και τους εξήγησε τα γράμματα.
Ο Αλέξης λέει από την άλλη, ωρίμασε και τράνεψε σε μια νυχτιά. Έβαλε «μαχαίρι» στη «Ρόζα» και το θολό κουλτουρομάνι των συνιστωσών. Έκανε πέρα τους δραχμαζάνηδες, και το κακό συναπάντημα των δραχμολάγνων.
Κράτησε μαζί του μονάχα αυτούς που μπορούν να δουν και πέρα από την αριστερή τους μύτη. Αυτούς από κει μέσα που έχουν ευρυγώνιο στα μάτια και συλλαμβάνουν την μεγάλη εικόνα αντί να στέκουν στις λεπτομέρειες με τα σφυροδρέπανα και τα γαρίφαλα.
Και συναντήθηκαν λέει οι δυο τους με τους εκλεκτούς που περίσσεψαν στο Σύνταγμα, κάτω ακριβώς από το μνημείο με τον λαβωμένο πολεμιστή. Μαζέψανε και όλον τον κόσμο, χωρίς σημαίες, λάβαρα και χημικά. Φωνάξανε και τον κ. Φώτη με λίγους και εκλεκτούς μαζί του. Ρεπούσηδες και Τατσόπουλους τους αφήσανε στο «φίλιον» να ανταλλάζουνε απόψεις για τον «συνωστισμό» και το «’21» πάνω από παγωμένους «φραπουτσίνο».
Κι εκεί, με φόντο την κακοπαθημένη Βουλή μας, συνεννοήθηκαν τα παλικάρια μεταξύ τους. Συμφωνήσανε πως τα κόζια ήταν ζόρικα και δεν τους έπαιρνε άλλο να σκοτώνονται μεταξύ τους. Βάλανε κάτω τις κούτρες τους και αποφάσισαν πως για το καλό της χώρας και του κόσμου γύρω, έπρεπε να συνάψουν ειρήνη. Ένα τρόπον τινά τετραετές «μορατόριουμ» μέχρι να βγει ο τόπος από τα «στενά». Μονιάσανε γύρω από τρεις – τέσσερις βασικές ιδέες και καμιά δεκαριά πολιτικές που ξέρανε όλοι καλά ότι ήτανε μονόδρομος για την χώρα. Βάλανε νερό στο κρασί τους, το πιο πολύ ο Αλέξης και δεσμεύτηκαν να κρατήσουν το δηλητήριο για τους «έξω».
Μετά, γυρίσανε και τα είπανε στον κοσμάκη που τους άκουγε με την ανάσα κομμένη. Με απλά, κατανοητά λόγια τους εξήγησαν τι θα κάνουν και γιατί. Και μετά, αφού τους έστειλαν αλαφρωμένους στα φτωχικά τους, τράβηξαν βουρ για τη Βουλή και σε μια ολονύχτια συνεδρίαση καθάρισαν τη «μπουγάδα» της δεδηλωμένης. Προσκύνησαν και οι διωγμένοι και οι «ριγμένοι» και οι πράσινοι και οι βένετοι και οι περισσότεροι «καμένοι». Μονάχα η παρέα του «φίλιον», η Αλέκα και τα «χρυσά αυγά» έμειναν να μουρμουράνε στην γωνιά τους και περισσότερο να παρηγοράνε το παλικάρι της φακής τον Πάνο που έκλαιγε γοερά στον ώμο του καψερού του Βαγγέλη που είχε μείνει «κάγκελο» με τον Ανδρουλάκη του στο χέρι.
Είδα όνειρο.
Και μετά ξύπνησα.
Akenaton
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου